27.4.24

Περικείμενο Βιβλία #5: Kωνσταντίνος Bλαχογιάννης / Επικράτειες

Ένα βιβλίο μέσα σε ένα βιβλίο, ένα βιβλίο σχισμένο στα δύο. Οι μεγαφωνικές ριπές οικογενειακών καυγάδων και μια πόλη που αργά και βασανιστικά συρρικνώνεται, όπως ένα άρρωστο σώμα. Ένα μυστηριώδες σημείο στον χάρτη, ένα αινιγματικό νησί που μπορεί και να μην υπάρχει. Αεροπλάνα που δεν πετούν για μήνες και στις μηχανές τους φωλιάζουν πουλιά. Μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει και βγάζει στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Ένα ατέρμονο ταξίδι με ένα τρένο που διασχίζει τη μία σήραγγα μετά την άλλη. 

Συγγραφέας και αναγνώστης ξεκινούν παράλληλα ταξίδια, πραγματοποιώντας μια κατάβαση στο παράδοξο της αέναης αναχώρησης και των απρόσιτων στο διηνεκές προορισμών. Σε αυτή τη διαδρομή η λογοτεχνία χαιρετίζεται ως η μόνη προσβάσιμη επικράτεια, έστω και αν αποτελεί έναν τόπο που υφίσταται αποκλειστικά και μόνο στο μυαλό των ταξιδιωτών-συνεπιβατών.

ISBN: 978-618-86969-1-4




22.4.24

Ένα ποίημα (Rolf Dieter Brinkmann)

Εδώ είναι ένα ποίημα χωρίς ήρωα.
Σε αυτό το ποίημα δεν υπάρχουν δέντρα. Δεν υπάρχει χώρος
για να μπεις και να κοιμηθείς εδώ
στο ποίημα. Δεν μπορείς  να δεις κανένα χρώμα
 
σε αυτό το ποίημα εδώ. Δεν υπάρχουν συναισθήματα
στο ποίημα. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό το ποίημα
να αγγίξεις. Δεν υπάρχουν μυρωδιές εδώ
σε αυτό το ποίημα. Δεν χρειάζεται κανείς να σκαρφαλώσει
 
πάνω από  φράχτη ή τείχος σε αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχει τίποτα να νιώσεις σε αυτό το ποίημα.
Το ποίημα εδώ δεν μπορείς να το παρακάμψεις.
Δεν είναι από καουτσούκ. Καμία λευκή σκιά
 
δεν υπάρχει στο ποίημα εδώ. Κανείς δεν επιστρέφει
 από ταξίδι εδώ σε αυτό το ποίημα.
Κανείς σε αυτό το ποίημα δεν ανεβαίνει ξέπνοος
τις σκάλες. Το ποίημα εδώ  δεν υπόσχεται
 
τίποτα. Επίσης δεν πεθαίνει κανείς στο ποίημα.
Σε αυτό το ποίημα δεν αισθάνεσαι κανένα χνώτο. Δεν
υπάρχει κανένας ήχος χαράς στο ποίημα εδώ. Κανένας
άνθρωπος στο ποίημα αυτό δεν είναι απελπισμένος. Εδώ
 
στο ποίημα είναι πολύ ήσυχα. Κανείς δεν
διαμαρτύρεται στο ποίημα. Κανείς δεν μιλάει εδώ
στο ποίημα. Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν
τραυματίζονται οι εργαζόμενοι. Το ποίημα εδώ
 
στέκεται απλά εδώ. Δεν περιέχει κλειδιά
για να ξεκλειδώσετε πόρτες. Δεν υπάρχουν πόρτες
σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα εδώ είναι χωρίς
μουσική. Κανείς δεν τραγουδά στο ποίημα αυτό και
 
κανείς δεν μιμείται κανέναν εδώ σε αυτό το ποίημα.
κανείς δεν ουρλιάζει εδώ, κανείς δεν καταριέται,
γαμάει, τρώει ή παίρνει βαρβιτουρικά. Δεν υπάρχει σε
αυτό το ποίημα σκηνικό βομβαρδισμού
 
για σένα. Το ποίημα εδώ δεν περπατάει, δεν ξαπλώνει,
δεν κοιμάται, δεν γνωρίζει καμία μέρα, δεν γνωρίζει καμία
νύχτα. Δεν χρειάζεσαι εδώ σε αυτό το ποίημα
να πληρώνεις τους λογαριασμούς Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης
 
που αυξάνει το ενοίκιο. Δεν υπάρχουν
εταιρείες σε αυτό το ποίημα. Δεν υπάρχει σε αυτό
το ποίημα καμία πολιτεία Καλιφόρνια. Δεν υπάρχει
ρίγανη σε αυτό το ποίημα. Σε αυτό το ποίημα
 
δεν υπάρχει θάλασσα. Δεν μπορείς να κολυμπήσεις
στο ποίημα αυτό. Το ποίημα που βρίσκεται εδώ δεν έχει
ζεστασιά, το ποίημα δεν έχει ψύχος. Το ποίημα
εδώ δεν είναι μαύρο, δεν έχει παράθυρα και
 
δεν γνωρίζει φόβο. Το ποίημα εδώ δεν τρέμει
καθόλου. Το ποίημα εδώ είναι χωρίς καθρέπτη. Σε αυτό
το ποίημα δεν υπάρχει ούτε τηγανητό αβγό. Σουπερμάρκετ
δεν υπάρχει εδώ σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα
 
που διαβάζεις εδώ δεν έχει βυζιά και πόδια,
το ποίημα εδώ είναι εντελώς ασώματο. Κανείς δεν
αναστενάζει εδώ στο ποίημα. Το ποίημα δεν αιμορραγεί,
δεν κρύβει τίποτα, το ποίημα δεν έχει κανόνες
 
Το ποίημα δεν είναι αναφορά για κανέναν. Κανείς
δεν βρίσκει μια δεκάρα σε αυτό το ποίημα,
και εδώ σε αυτό το ποίημα κανείς δεν οδηγεί
αυτοκίνητο. Τα ελαστικά δεν τσιρίζουν στη γωνία.
 
Σε αυτό το ποίημα κανείς δεν ρουφάει τρυφερά
έναν πούτσο. Δεν υπάρχουν λαμπτήρες σε αυτό
το ποίημα. Το ποίημα δεν είναι ένα κίτρινο μαντήλι.
Το ποίημα που κοιτάς εδώ δεν βήχει.
 
Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν μπορείς να φιλήσεις.
Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν κατουράς. Δεν
Μπορείς τίποτα να ξεκινήσεις με αυτό το ποίημα. Το
Ποίημα αποτελείται από ηχηρές αρνήσεις. Όλο και
 
περισσότερες αρνήσεις υπάρχουν σε αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχει ζιζάνιο στο ποίημα αυτό. Κανείς δεν γελάει
σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα δεν ξέρει καμία
δουλειά. Κανείς δεν βλέπει τηλεόραση σε αυτό το ποίημα.
 
Το ποίημα δεν φοράει ρολόι. Το ποίημα δεν είναι
διαχρονικό. Χρειάζεται τόσο χρόνο, όσο θα κάνεις
για να διαβάσεις το ποίημα εδώ. Καμιά βρύση δεν
στάζει στο ποίημα εδώ και κανείς στο ποίημα
 
Δεν αναζητά τσιγάρα. Εδώ το ποίημα
δεν δίνει φιλοδώρημα. Δεν υπάρχει τουαλέτα
εδώ στο ποίημα. Δεν υπάρχει καμία πόλη σε αυτό
το ποίημα. Εδώ στο ποίημα κανείς δεν πλένει
 
τα πόδια. Το να πηγαίνεις σχολείο δεν είναι στο ποίημα
απαραίτητο. Στο ποίημα κανείς δεν γλύφει κάποιο
μουνί. Το πέος σου δεν στέκεται όρθιο εδώ
στο ποίημα. Δεν μπορείς εδώ στο ποίημα
 
να κάτσεις και αν σκεφτείς. Το ποίημα εδώ
δεν είναι το κράτος. Δεν είναι η κοινωνία.
Δεν είναι μηχανή φλίπερ. Το ποίημα εδώ
δεν έχει σκύλο. Σε αυτό το ποίημα δεν μπορεί
 
κανείς να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Δεν τριγυρνούν
αστυνομικοί ούτε ψάχνουν να κάνουν διάλειμμα. Δεν
υπάρχει αγελάδα σε αυτό το ποίημα. Tο ποίημα εδώ
δεν είναι επιπόλαιο. Το ποίημα εδώ δεν είναι
 
προσεχτικό. Σε αυτό το ποίημα δεν εμφανίζεται
καλοκαιρινή μέρα. Δεν είναι ποτέ Τρίτη σε αυτό το ποίημα,
δεν υπάρχει Τετάρτη. Σε αυτό το ποίημα, δεν
είναι Παρασκευή σε αυτό το ποίημα και δεν υπάρχει

Πέμπτη στο ποίημα εδώ. Δεν είναι Δευτέρα,
Σάββατο και Κυριακή εδώ στο ποίημα. Το ποίημα
εδώ δεν είναι το αρνητικό της Δευτέρας ή της
Πέμπτης. Το ποίημα σταματά απλά εδώ.
 

[Από τη συλλογή "Westwärts 1&2" , Rowohlt Verlag, Reinbek 1975/ μετάφραση: Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης]

7.4.24

Παράλληλα ταξίδια


Ένα βιβλίο μέσα σε ένα βιβλίο, ένα βιβλίο σχισμένο στα δύο. Οι μεγαφωνικές ριπές οικογενειακών καυγάδων και μια πόλη που αργά και βασανιστικά συρρικνώνεται, όπως ένα άρρωστο σώμα. Ένα μυστηριώδες σημείο στον χάρτη, ένα αινιγματικό νησί που μπορεί και να μην υπάρχει. Αεροπλάνα που δεν πετούν για μήνες και στις μηχανές τους φωλιάζουν πουλιά. Μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει και βγάζει στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Ένα ατέρμονο ταξίδι με ένα τρένο που διασχίζει τη μία σήραγγα μετά την άλλη. 

Συγγραφέας και αναγνώστης ξεκινούν παράλληλα ταξίδια, πραγματοποιώντας μια κατάβαση στο παράδοξο της αέναης αναχώρησης και των απρόσιτων στο διηνεκές προορισμών. Σε αυτή τη διαδρομή η λογοτεχνία χαιρετίζεται ως η μόνη προσβάσιμη επικράτεια, έστω και αν αποτελεί έναν τόπο που υφίσταται αποκλειστικά και μόνο στο μυαλό των ταξιδιωτών-συνεπιβατών. 

Το βιβλίο "Επικράτειες" του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη θα κυκλοφορήσει τον Μάιο του 2024.

4.4.24

Μερικά από τα "απολεσθέντα" της Ελένης Κουρή

Η Ελένη Κουρή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Ζει στην Αθήνα. Εκπαιδεύτηκε στην Ειδική Αγωγή κι εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ασχολείται με τη συγγραφή ποιημάτων, τον ελεύθερο στίχο και ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και το κολάζ.

Τα παρακάτω ποιήματα αντλήθηκαν από την ανέκδοτη συλλογή της με το τίτλο "Τα απολεσθέντα". Την ευχαριστούμε θερμά για την κατάθεσή της. -


Τα σκεύη

Με την ηχώ της αλουμίνιας αθανασίας
με προσφωνούν τα εμαγιέ
και οι παλαιοί τσίγκοι


Με αποκαλούν
χειροποιητή της τροφής
πέψη σημείο βρασμού
κι αμφίβια δράση
μιας διπλής ζωής υπό πίεση
 
Κι όπως ωοειδές κοχλάζω
με νερά μου φράζω το κέλυφος
κι από ρευστή σε συμπαγής
συμπυκνώνομαι 


Τα απολεσθέντα
 
Τις νύχτες σφραγίζω την πόρτα εισόδου
και τίποτα δεν εισβάλλει στην τύχη
Είμαι εγώ τα έπιπλα και η γάτα μου
 
Γκρίζα γάτα με γραμμές κάθετες
ακολουθεί τη σκιά μιας απουσίας
Συχνά την αισθάνομαι να ξαπλώνει  δίπλα μου
Μερικές φορές να τρώει από το φαγητό μου
κι άλλοτε να κάνει μπάνιο με τα ίδια μου τα χέρια
 
Όμως εγώ όταν νιώθω λύπη δεν μπορώ να μπω στο νερό
φαντάζομαι το ίδιο νιώθει κι η γάτα μου
Νιώθει συχνά λύπη γι' αυτό αποφεύγει το νερό
και γλύφει μόνη της το σώμα


Σύνθεση
 
Αδυνατώ να σε θυμηθώ
η πρώτη ταραγμένη βροχή του χρόνου
τσάκισε μισό σου κομμάτι
Ούτε τι χρώμα  να σου βάψω τα χείλη ξέρω
ούτε αν φοράς ευφάνταστο κόσμημα στο λαιμό
ούτε αν προτιμάς να περπατάς τ' απογεύματα την οδό
με την βαριά μυρωδιά προσφυγικού φαγητού
 
Αδυνατώ να σε περιγράψω στην κυρία του απέναντι κτιρίου
που με ρωτάει επίμονα, πως μοιάζεις
 
Μοιάζει με κυπαρίσσι κυρία μου
της αρέσει η νύχτα
αντιστέκεται στις ηλιόλουστες μέρες
 
Μάλλον μελαγχολική 


Πλάτος (σε σχήμα)
 
Από εδώ περνάνε τα νερά
καθώς σε αφηγούνται
Σε είπαν ισοσκελές
από την μέση και κάτω
με ανοιχτά τα πόδια
 
Με είπαν τρίγωνο
Καβάλα στην πέτρα
Προγονική και παρόν
 
Μου λείπουν μικρά άνθη των μαλλιών
για τη χάρη
Μετά πάλι στο χώμα
ορυκτό και σύγκρουση
 
Είπαν τώρα πως ρίζα οπωροφόρου είσαι
και στήλη
με το ένα πόδι σου βαρύ κι ασήκωτο
να αναγκάζεσαι


Πεδίον του Άρεως
 
Όταν παγώνει στο πεδίο του Άρεως
αρκούδες παχιές πατάνε τα πόδια σου
Ευθύνονται για το αδιέξοδο της λεωφόρου μες το καταχείμωνο
Χίλτον σε δεκαπέντε λεπτά
 
Περνάς φευγαλέα τα σκονισμένα οπωροφόρα
Μοιάζουν τόσο καλά ευθυγραμμισμένα κατά μήκος του πεζοδρομίου
ώστε καταλάβαίνεις πως κάποιος ανόητος φορώντας χλαίνη
τους έχει επιβάλλει τη σωστή αναπνοή
και πως την ίδια στιγμή απευθυνόμενη εσύ με φωνές
σε στοιβαγμένα ζώα αναίτια φαλτσάρεις
 
Σημαίνεις αστός
 
Σε βαραίνει ακόμα και η σκόνη
που συγκαταλέγεται εντός των πτυχώσεων του δέρματος σου
κι είναι πλέον βέβαιο πως δεν είσαι ούτε πέρα
ούτε πάνω απ' τον κόσμο
Απλά επικρατείς γιατί κινείσαι


Παρακαταθηκών και Δανείων
 
Χρειάζομαι εγχειρίδιο ενηλικίωσης
ολιγόφυλλο βιβλιαράκι σε μέγεθος τσέπης
να με καθοδηγεί
με σχήματα πολύ λεπτομερή
και τα εξής περιεχόμενα
 
Πως να αντιλαμβάνεστε την ύλη
Ανακαλώ την οφθαλμαπάτη
Πως υπεκφεύγω της ψευδαίσθησης
Μιλήστε μου για τον έρωτα
Πως γίνεται κανείς πλαστικός
 
Τακτοποιημένα ερωτήματα
και οι απαραίτητες απαντήσεις τους
Χωρίς ίχνος αμετροέπειας


Αν ήταν χειμώνας
 
Θα διέσχιζα ομίχλη
θα μου ταίριαζε περισσότερο η σιωπή
τα μυϊκά μου συστήματα δεν θα με ανάγκαζαν
σε μια τόσο εξαντλητική κίνηση
 
Αν ήταν χειμώνας
ποιος θα νοιαζόταν να είναι τόσο ακριβής με τα ωράρια
Όμως είμαι αναγκασμένη σε πλήρη συνέπεια
είναι άνοιξη εκεί έξω 

14.3.24

Zima Blue: Μια πορεία προς τα εμπρός

Αναδημοσίευση του άρθρου του Jay Wood

«Η αναζήτησή μου για την αλήθεια τελείωσε επιτέλους. Πηγαίνω στο σπίτι μου.» (Τα τελευταία λόγια του Zima Blue)

Η συνείδηση έχει συνυφανθεί περισσότερο από ποτέ με τον ψηφιακό κόσμο και οι τεχνολογικές εξελίξεις της τεχνητής νοημοσύνης έχουν καταστήσει τις καλλιτεχνικές δημιουργίες πολύ πιο δυσδιάκριτες από εκείνες που είναι κατασκευασμένες από τον άνθρωπο. Ο Marshall McLuhan γράφει, «πλησιάζουμε στην τελική φάση των επεκτάσεων του ανθρώπου [...] την τεχνολογική προσομοίωση της συνείδησης». Καθώς οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη συγκλίνουν με την πιθανή αποικιοποίηση της ανθρώπινης συνείδησης από την τεχνολογία, προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο θα πρέπει να ενσωματώσουμε την τεχνολογία στην ταυτότητα, τη συνείδηση και την αίσθηση του σκοπού μας. Το “Ζima Blue”, ένα επεισόδιο της σειράς Love, Death, and Robots του Netflix, έχει μια εξαιρετικά μοναδική προσέγγιση σε αυτά τα ερωτήματα και ρίχνει φως σε αυτή την αμφίβολη σχέση. Η αφήγηση ακολουθεί τη συνάντηση μιας δημοσιογράφου με τον Zima, έναν φουτουριστικό απομονωμένο καλλιτέχνη που έχει τόσο μεγάλη εμμονή με την απόχρωση χρώματος Zima Blue που οι καμβάδες του γίνονται όλο και μεγαλύτεροι μέχρι να αποκτήσουν το μέγεθος ενός πλανήτη. Στο τέλος της ιστορίας, ο Ζίμα αποκαλύπτεται ότι είναι ένα τεχνητά δημιουργημένο ον που εξελίσσεται συνεχώς (από ένα ρομπότ καθαρισμού πισίνας που μοιάζει χαλαρά με Roomba μέχρι την υπέρτατη, παντογνώστη ιδιότητά του). Αφού εξηγήσει την προέλευσή του στη δημοσιογράφο, βουτάει στην πισίνα, απενεργοποιεί τις ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες του και επιστρέφει στον αρχικό του σκοπό: να καθαρίζει ακούραστα τα πλακάκια της πισίνας με το χρώμα Zima Blue. Υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων στην τεχνητή νοημοσύνη, το “Zima Blue” προσφέρει έναν  πνευματικό οδηγό για την πλοήγηση σε αυτή την τεχνολογία και τελικά διερωτάται τι σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις για τη δική μας ανθρωπότητα.

Η δαιμονοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί συχνά να μας αποσπάσει την προσοχή από τις πιο άμεσες πολιτιστικές και πολιτικές επιπτώσεις αυτής της τεχνολογίας σήμερα. Η αντιμετώπιση της τεχνητής νοημοσύνης ως ενός απειλητικού άγνωστου "άλλου" είναι σε μεγάλο βαθμό αντιπαραγωγική- η διερεύνηση αυτής της μορφής συνείδησης μπορεί να ρίξει φως στη δική μας εκκολαπτόμενη σχέση με αυτή την τεχνολογία. Ο ίδιος ο Zima έχει μια εξαιρετικά αριστοκρατική, σεβαστή και φιλόξενη διάθεση απέναντι στον δημοσιογράφο καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ανατρέποντας μια αρχετυπική δαιμονοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης.

Ενώ με την πρώτη ματιά το “Zima Blue” αφορά αυστηρά την τεχνητή νοημοσύνη, υπάρχουν πολύ περισσότερα από όσα βλέπει το ρομποτικό μάτι. Παρόλο που το κοινό συνειδητοποιεί ότι ο Ζίμα είναι πλήρως τεχνητός, η αφήγηση θολώνει τα όρια μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης και ανθρωπότητας. Η δημοσιογράφος λέει: «Είσαι ένας άνθρωπος με μέρη μηχανής, όχι μια μηχανή που νομίζει ότι είναι άνθρωπος», στην οποία ο Ζίμα απαντά: «Μερικές φορές, είναι δύσκολο ακόμη και για μένα να καταλάβω τι έχω γίνει». Ο Ζίμα επισημαίνει τη δυσκολία να συμφιλιωθούν πραγματικά οι τρόποι με τους οποίους η τεχνολογία μεταβάλλει τη συνείδηση. Ακόμα και για όσους έχουν εσωτερικεύσει πλήρως την γραμματική, το να σκεφτεί κανείς τις λέξεις ως εντελώς αποκομμένες από τη γραφή είναι απλώς πολύ δύσκολο έργο για να το αναλάβει, ακόμα και όταν εξειδικευμένες γλωσσολογικές ή ανθρωπολογικές εργασίες μπορεί να το απαιτούν. Η σύγχρονη ψηφιακή συνείδηση μπορεί μετά βίας να κατανοήσει τη συνείδηση ενός πλήρως προφορικού πολιτισμού. Είναι σχεδόν ξένες μεταξύ τους (όπως η αρχική και η τελική μορφή του Ζίμα). Είμαστε κι εμείς οι ίδιοι ένα είδος τεχνητής συνείδησης, καθώς οι μορφές επικοινωνίας, ύπαρξης και ταυτότητάς μας ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στο ψηφιακό τοπίο. Περιπλέκοντας τις σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο διχοτομικών τύπων συνείδησης, το “Zima Blue” υποδεικνύει τη σύγκλισή τους, καθώς είναι αμετάκλητα συνυφασμένες. Το “Ζima Blue” θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές που θέτει μεταξύ τεχνητότητας και ανθρωπιάς, προτρέποντας τον θεατή να επανεξετάσει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος στο ψηφιακό τοπίο.

Οι κριτικοί θεωρητικοί των μέσων ενημέρωσης, όπως ο Walter J. Ong, βλέπουν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας μέσα από μια νεοδαρβινική προοπτική - ο Ong σημειώνει ότι χωρίς την εξέλιξη της τεχνολογίας, «η ανθρώπινη συνείδηση δεν μπορεί να επιτύχει τις πληρέστερες δυνατότητές της, δεν μπορεί να παράγει άλλες όμορφες και ισχυρές δημιουργίες». Αυτή η εξέλιξη της τεχνολογικά διαποτισμένης συνείδησης ξεκινά με τον αλφαβητισμό, καθώς η δυναμική προφορικότητας-αλφαβητισμού υπεισέρχεται αναπόσπαστα στη σύγχρονη εξέλιξη της συνείδησης τόσο προς τη μεγαλύτερη εσωτερίκευση όσο και προς το μεγαλύτερο άνοιγμα. Η σύγχρονη δαρβινική εξέλιξη της συνείδησης υπαινίσσεται μια κίνηση προς μια παντογνώστη και θεϊκή συνείδηση, την οποία ενσαρκώνει ο Ζίμα.

Ωστόσο, το “Zima Blue” σατιρίζει, ανατρέπει και υπονομεύει αυτή την προοπτική της τεχνολογίας, απολαμβάνοντας τον παραλογισμό της θεώρησης της συνείδησης ως γραμμικά εξελισσόμενης προς την τελειότητα. Τα έργα τέχνης του Ζίμα ξεκινούν μικρά αλλά εξελίσσονται σε τεράστια εγχειρήματα μεγέθους πλανήτη, καθώς το θεωρεί ως το επόμενο λογικό βήμα στην τέχνη του. Ωστόσο, όλα είναι ουσιαστικά τα ίδια έργα τέχνης - ένα τετράγωνο της χρωματικής απόχρωσης Zima Blue. Ο Ζίμα είναι όλο και πιο δυσαρεστημένος με τα επιτεύγματά του, παρόλο που αυτά αυξάνονται εκθετικά σε φυσική κλίμακα και δημοτικότητα. Ο Marshall McLuhan γράφει: «Έχουμε επεκτείνει το ίδιο το κεντρικό νευρικό μας σύστημα σε μια παγκόσμια αγκαλιά, καταργώντας τόσο τον χώρο όσο και τον χρόνο σε ό,τι αφορά τον πλανήτη μας». Ο Ζίμα προτρέπει τον αναγνώστη να εξετάσει αντίθετα αυτή την τεχνολογική αγκαλιά των πάντων και να αναρωτηθεί τι σημαίνει η τεχνολογική εξέλιξη της συνείδησης για την ίδια την ανθρωπότητα.

Ο McLuhan αντιλαμβάνεται ότι η νέα τεχνολογία είναι δίκοπο μαχαίρι και συζητά την ιδέα του αυτοακρωτηριασμού, όπου μια νέα τεχνολογία μπορεί να επεκτείνει μια πτυχή της συνείδησης, ενώ ακρωτηριάζει μια άλλη σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί ισορροπία. Για παράδειγμα, αν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να δίνουν στους χρήστες τους τη δυνατότητα να συνδέονται από οπουδήποτε και ανά πάσα στιγμή, ακρωτηριάζουν τις πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπιδράσεις και την επικοινωνία.  

Στο “Zima Blue” συμβαίνει ένας παρόμοιος ακρωτηριασμός. Ο Ζίμα είναι σε θέση να οδηγήσει τις εξελίξεις του σε νέα επιτεύγματα με κάθε νέα αναβάθμιση του υλικού του, ωστόσο γίνεται όλο και πιο δυσαρεστημένος με τη δουλειά του. Ενώ οι νέες τεχνολογίες μπορεί να μας επιτρέπουν να πάμε τα υλικά μας επιτεύγματα σε μέρη που δεν έχουν πάει ποτέ, μπορεί να χάσουμε την εγγενή ικανοποίηση και τη σύνδεση με την ανθρωπιά μας. Ο Ζίμα λέει ότι η απόφασή του να κλείσει τις ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες του και να επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση ήταν «για να αντλήσει κάποια απλή ευχαρίστηση από την εκτέλεση ενός έργου που έγινε καλά». Η αφήγηση (και κυρίως το τέλος) παρέχει ένα εγχειρίδιο για την ανθρώπινη συνείδηση, με τον Ζίμα να απαρνιέται την επιτυχία του και να επιδιώκει τον έμφυτο σκοπό του.

Με την αιώνια απάρνησή του, ο Ζίμα απελευθερώνεται από τα πνευματικά δεσμά των τεχνολογικών του αναβαθμίσεων. Η απάρνησή του αναφέρεται στην αποκήρυξη στην πράξη, όχι στην αποκήρυξη της πράξης. Ο Ζίμα δεν απενεργοποιεί απλώς τον εαυτό του και δεν εγκαταλείπει εντελώς τον κόσμο για να ζήσει έναν ασκητικό τρόπο ζωής. Παραμένει να καθαρίζει τα πλακάκια της πισίνας με το χρώμα Zima Blue χωρίς κοσμικές επιθυμίες, συμβάλλοντας ακούραστα με τον δικό του τρόπο στην κοσμική αρμονία.

Το κυρίαρχο μήνυμα της αφήγησης δεν είναι να απαρνηθούμε εντελώς την πρόοδο της τεχνολογίας. Ο Ζίμα επιλέγει την απάρνηση ακόμη και αφού φτάσει σε ένα επίπεδο δυνατοτήτων που μοιάζει με θεό και φτάσει κυριολεκτικά στο σύμπαν. Αυτή η επιλογή ανατρέπει μια νεοδαρβινική οπτική για την εξέλιξη μιας τεχνολογικά εμπλουτισμένης συνείδησης. Ο Ζίμα προσφέρει ένα μονοπάτι για την ανθρωπότητα που δεν στρέφεται απλώς προς τα έξω για να κυνηγήσει το σύμπαν και να γίνει θεός, αλλά στρέφεται προς τα μέσα για να κατακτήσει τις υλικές επιθυμίες και τη συνείδηση. Αυτό ενσαρκώνεται όταν ο Ζίμα σχολιάζει την αρχική μορφή της συνείδησής του ως ρομποτικού καθαριστή πισίνας: «Ήταν το μόνο που ήξερα, το μόνο που χρειαζόμουν να ξέρω». Αυτό το πλαίσιο όσον αφορά τη σύγχρονη σχέση μας με την τεχνολογία είναι τόσο επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Καθώς η τεχνολογία γίνεται όλο και πιο προηγμένη, τα προβλήματα που μας παρουσιάζονται τόσο υλικά όσο και πνευματικά γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Σε έναν ψηφιακό κόσμο όπου η τεχνολογία έχει σχεδιαστεί για να αιχμαλωτίσει και να εμπορευματοποιήσει την προσοχή μας και όπου μετριόμαστε με βάση την παραγωγικότητά μας, πώς μπορούμε να πλοηγηθούμε σε αυτή τη σχέση ολιστικά;

Ο Ζίμα αφήνει ακριβώς όσο χρειάζεται για να εκτιμήσει το περιβάλλον του. Ίσως μια λύση στην τεχνολογική αποικιοποίηση της συνείδησής μας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, είναι η αίσθηση της προσοχής και του επιλεκτικού ενδιαφέροντος.

Το βιβλίο How to Do Nothing της Jenny Odell προσφέρει κάποια καθοδήγηση και διορατικότητα ως προς το πώς μπορεί κανείς να το εφαρμόσει αυτό στη δική του συνείδηση. Η Odell εκθέτει εύγλωττα την ιδέα του “να μην κάνει κανείς τίποτα” ως μια μορφή ενσυνείδησης, ασχολούμενος επιλεκτικά με την τεχνολογία και τις σύγχρονες αντιλήψεις για την παραγωγικότητα με τους δικούς του όρους. Η Οντέλ δεν υποστηρίζει την πλήρη αποκήρυξη της δράσης (ενασχόληση με την τεχνολογία), αλλά την αποκήρυξη στην πράξη. Γράφει ότι «το μισό του "δεν κάνω τίποτα" αφορά την απεμπλοκή από την οικονομία της προσοχής- το άλλο μισό αφορά την εκ νέου ενασχόληση με κάτι άλλο».

Ακριβώς όπως ο Ζίμα αποπρογραμμάτισε τον εαυτό του από τις λειτουργίες της ανώτερης νοημοσύνης του, η Οντέλ αναφέρεται στο «να μην κάνεις τίποτα... τόσο ως ένα είδος συσκευής αποπρογραμματισμού όσο και ως τροφή για όσους αισθάνονται πολύ αποσυναρμολογημένοι για να δράσουν με νόημα». Η τέχνη του Ζίμα ενσαρκώνει αλλά και σατιρίζει το τεχνολογικοποιημένο μυαλό, όπου η ιδέα μας για την πρόοδο είναι τόσο συνδεδεμένη με την ιδέα του να βάλουμε κάτι καινούργιο στον κόσμο. Αυτό θέτει το ζήτημα της παραγωγικότητας μέσα σε μια σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Όπως το θέτει η Οντέλ, οι στιγμές ευτυχίας «δεν είναι σκαλοπάτια σε μια σκάλα», όπως έχει θεωρηθεί από την καπιταλιστική κοινωνία. Καθώς ο Ζίμα ανεβαίνει αυτά τα μεταφορικά σκαλοπάτια της καπιταλιστικής παραγωγικότητας, φτάνει στο αποκορύφωμα των επιτευγμάτων αλλά δεν λαμβάνει καμία πραγματική αίσθηση ικανοποίησης σε αντάλλαγμα.

Η επιλεκτική προσοχή τίθεται από την Οντέλ ως ένας τρόπος να περιηγηθούμε στην «οικονομία της προσοχής» στην οποία ζούμε, αλλά ομοίως απαιτεί έναν βαθμό αυτοσυγκράτησης και δυσκολίας. Ένας άνθρωπος φορτωμένος από το σώμα του δεν μπορεί να παραιτηθεί εντελώς από τις πράξεις. Ο Ζίμα εγκαταλείπει το σώμα του προκειμένου να παραιτηθεί από την προσκόλληση στον υλικό κόσμο, λειτουργώντας ως μεταφορά για την ενεργητική επιλεκτική προσοχή και την ενσυνείδηση που υποστηρίζει η Οντέλ. Αντί να επιδιώκει και να απολαμβάνει τους καρπούς της εργασίας του, ο Ζίμα επιλέγει ένα μονοπάτι άπειρου αγώνα και δουλείας αλλά και πνευματικής ισορροπίας.

Το “Zima Blue” προσφέρει έναν εσωστρεφή πνευματικό οδηγό για τα άτομα που περιηγούνται σε έναν κόσμο διαρκώς εξελισσόμενης τεχνολογίας, καθώς και ένα μοναδικό πλαίσιο με το οποίο μπορούμε να δούμε την τεχνητή νοημοσύνη. Σε μια ψηφιακή εποχή όπου οι έννοιες της παραγωγικότητας, της τεχνολογίας και της ταυτότητας είναι αμετάκλητα συνδεδεμένες μεταξύ τους, η ιστορία του Ζίμα προσφέρει μια λύση που συνδέει την πνευματικότητα με την τεχνολογία. Η αφήγηση αναμειγνύει άψογα αυτές τις δύο πτυχές ενός σύγχρονου ψηφιακού νου, προτρέποντας τον θεατή να αναρωτηθεί τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος μπροστά σε μια ραγδαία τεχνολογικοποιημένη συνείδηση. Παρόλο που ο Ζίμα είναι ένα τεχνητά νοήμον ον, η ιστορία του προβάλλει τους διαχρονικούς πνευματικούς αγώνες για τον ανθρώπινο σκοπό, την εργασία και τη θυσία πάνω στις τεχνολογικές και πολιτιστικές εξελίξεις στο παρόν και το εγγύς μέλλον.

https://confluence.gallatin.nyu.edu/context/interdisciplinary-seminar/zima-blue-a-path-forward#:~:text=Zima's%20last%20words%20before%20ceremoniously,of%20mindfulness%20and%20selective%20interest.

21.2.24

Σύννεφα / Wolken (Rolf Dieter Brinkmann)

“Μερικά σύννεφα λίγο ή πολύ εκεί πάνω
το ίδιο μου κάνει… ολόκληρη την εικόνα δεν μπορώ
να την διατρέξω με το βλέμμα”.

Αυτό το μπλε είναι σήμερα φανταστικό.

Τώρα μόλις μπαίνω στο δωμάτιο. Δεν είναι
συγυρισμένο. Στο πάτωμα βρίσκεται
η εφημερίδα από χθες, η οποία δεν έχει διαβαστεί
ως το τέλος. Να ολοκληρώσω το διάβασμά της;
Κάτι το ανώφελο με πείθει να το κάνω.
 
Λίγες λέξεις… λίγες
οι οποίες μου άρεσαν.
 
Μου αρέσει αυτό κι επίσης το χαρτομάντιλο
που όλη τη νύχτα βρισκόταν μπροστά από το κρεβάτι μου.
 
Αν φτιαχτώ αρκετά
θα γίνουν όλες αυτές οι εικόνες καθαρότερες,
 
Ένα λεπτό κομμάτι χαρτί,
ένα χαρτομάντιλο,
στο οποίο είσαι εσύ.
Το μαζεύω από κάτω και σκουπίζω τη μύτη μου.
Αυτό είναι μια ωραία αντίθεση με το μπλε
που υπάρχει ανάμεσα στα σύννεφα, τα οποία επίσης βρίσκονται έξω
Και πάνω από εμένα. Βλέπεις ψηλά. Βλέπεις “σύννεφα”.
Είναι τα ίδια, τα οποία στη λέξη σύννεφα βρίσκονται
 
σ’ αυτό το κομμάτι χαρτί, στο δωμάτιό μου,
μέσα σ' εμένα,
μπλε.

 
“Ein paar Wolken mehr oder weniger da oben,
das ist mir egal… das ganze Bild kann ich nicht
überblicken”.
 
Dieses Blau ist heute phantastisch.
 
Ich komme gerade in dem Moment ins Zimmer. Es ist
unaufgeräumt. Auf dem Fuβboden liegt
die Zeitung von gestern, die nicht zu Ende
 
gelesen wurde. Soll ich sie zu Ende lesen?
Etwas unnützes überredet mich, es nicht zu tin.
 
Ein paar Worter… ein paar,
die mir gefallen.
 
Ich mag das und auch das Tempotauschentuch,
das die ganze Nacht dort vor dem Bett gelegen hat.
 
Wenn ich hoch genug gekommen bin,
werden diese Sachen klarer.
 
Ein weiches Stück Papier
ein Tempotaschentuch,
 
in dem du bist.
 
Ich hebe es vom Boden auf und putz mir damit die Nase.
Das ist ein schöner Kotrast zu dem Blau,
das zwischen den Wolken ist, die auch gleich drauβen
 
über mir sind. Du siehst hoch; du siehst “Wolken”.
Es sind dieselben, die in dem Wort Wolken sind,
 
auf diesem Blatt Papier, in meinem Zimmer,
in mir drin,
blau.

[Από τη συλλογή Kunstliches Licht , Rowohlt Verlag, 1970 / μετάφραση: Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης]