10.5.24

Επικράτειες [προδημοσίευση αποσπάσματος από το διήγημα "Μουσική για αεροδρόμια"]

 [Κάθε μεμονωμένη επικράτεια] 

Εγώ σωπαίνω επειδή δεν έχω τίποτα να πω, μερικές φορές αυτό, θαρρώ, είναι προτιμότερο όταν διαπιστώνω πως μιλώ μια άλλη γλώσσα, πως δεν υπάρχει κοινός τόπος, κάποιος τρόπος να γίνω κατανοητός. Και τι ειρωνεία να είμαστε στο ίδιο μέρος αλλά σε διαφορετικούς τόπους την ίδια στιγμή, εδώ αλλά συνάμα αλλού, τι παραδοξότητα κρύβει αυτή η συνθήκη του τόπου και του χώρου, της ταυτότητας και της σχέσης με τον άλλον! Σκέφτομαι πως εδώ, τώρα, σε αυτό το αεροδρόμιο, όπου όλοι οι τόποι απλώνονται σε ένα αχανές δίκτυο μπροστά μας, ουσιαστικά προϋποθέτουν μια εύθραυστη, πολλαπλά διαμεσολαβούμενη σχέση με τα πρόσωπα που τους συνδέουν ή με τους μηχανισμούς που θέτουν σε λειτουργία τα μέσα να τους προσεγγίσεις και πολλές φορές συμβαίνει αυτοί οι τόποι να είναι φασματικοί, να είναι τελικά μη τόποι. Τείνω να πιστέψω, γιατρέ, πως μια ατοπία κυβερνά τον δικτυοκεντρικό μας κόσμο και όποιος εσωτερικός μονόλογος ―όπως ο δικός μου εν προκειμένω― καταντά να γίνεται σχεδόν απρόσωπος, σαν αυτή την άχρωμη αναμονή του ταξιδιού που είναι γεμάτη φρούδες ελπίδες και μάταιες προσμονές, κοινή για όλους τους αταξίδευτους ταξιδιώτες, ίδια και απαράλλακτη για όλα τα ίδια και απαράλλακτα, απρόσωπα πρόσωπα. Τι θα μπορούσα όμως να σου πω; Κι αναρωτιέμαι αν υπάρχει τρόπος να προσεγγίσω τον άνθρωπο που είσαι, μία γλώσσα για να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, ένα φάρμακο για την ασθένεια του ψεύδους που σε κατατρώει, που μας κατατρώει και τους δύο (και να ο κοινός τόπος μας, γιατρέ: η ασθένεια!). Κάθομαι, λοιπόν, αμίλητος και σε παρατηρώ να στέκεσαι με μάτια κλειστά, προσπαθώντας να συγκεντρωθείς, επιδιώκοντας να παρασυρθείς από αυτόν το ρυθμό κατευνασμού που «μεταστρέφει τα ανήσυχα νερά», όπως λες, ενώ στην οθόνη αριστερά μας βγαίνει νέο έκτακτο δελτίο ειδήσεων (αλήθεια, κόπτεσαι για ποιον λόγο αυτές οι εικόνες;)· βία και αίματα παντού, άνθρωποι φωνάζουν, διαμαρτύρονται, και αναρωτιέμαι αν μπορείς πραγματικά να τους δεις ή αν για σένα είναι απλώς μορφές στην οθόνη, αμφίβολα φάσματα, τόποι μη τόποι. Ίσως να μην έχουν όλοι αυτοί εκπαιδευμένα αυτιά σαν τα δικά σου, για να συγκεντρωθούν στη μουσική που επιφέρει την «καθησυχαστική κανονικότητα» και ίσως να μπορούσες να ισχυριστείς πως το όλο θέμα αφορά το αισθητικό υπόβαθρο, ενώ αντιλαμβάνεσαι πως μία είναι η μοναδική αλήθεια: δεν έχει το προνόμιο ο καθένας να κάθεται σε αυτό το σαλόνι, εδώ όπου η αναμονή είναι τόσο διασκεδαστική και δεν υπάρχει θόρυβος και ταραχές παρά μόνο η ναρκωτική μουσική του αεροδρομίου. Όπως και το ότι δεν θα βρισκόμασταν εδώ, αν δεν ήταν δυνατό να στοιβαχτεί με κάποιον τρόπο το μεγάλο πλήθος κάπου αλλού, πράγμα που σημαίνει, αγαπητέ μου, πως οι ταραχές είναι το τίμημα για τη χλιδή και την πολυτέλεια που απολαμβάνουμε. Υπάρχει τόσος εξευγενισμός εδώ ―έστω και κατ’ επίφασιν―, οι μπουφέδες ξεχειλίζουν από φαγητά και το κρασί είναι πραγματικά υπέροχο (πόσο εντυπωσιακά λάμπει η υγεία μέσα σε αυτόν τον εκφυλισμό!) και θα πρέπει να μην ξεχάσω να σε ευχαριστήσω για όλα αυτά κι επιπλέον επειδή ξέρεις πώς να εκμεταλλεύεσαι τις ευκαιρίες, ξέρεις πώς να ελίσσεσαι μέσα στα προγράμματα των συμβεβλημένων εταιρειών, συγκεντρώνεις άλλωστε τόσα μίλια με τα ταξίδια σου, μίλια για να περνάς τον χρόνο σου χαμογελαστός, τριγυρνώντας στις κλινικές ανάμεσα σε τόσους αρρώστους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είσαι υγιής· την ίδια ψευδαίσθηση έχω κι εγώ, φαντάζομαι μάλιστα ότι βρίσκομαι σε ένα αεροδρόμιο ή ότι είμαι ο ήρωας ενός διηγήματος ―ναι, το αναγνωρίζω― και τώρα θαρρώ πως σου μιλάω, ενώ κάθομαι και σε κοιτάζω με κλειστό το στόμα. Να μιλήσουμε για τις ψευδαισθήσεις, γιατρέ; Το ψέμα κάνει μεταστάσεις, γεννά κι άλλα ψέματα, εξαπλώνεται, κυριεύει και κυριαρχεί, έτσι ώστε να γίνεται η αλήθεια. Όλα γύρω μας είναι μια εικονική πραγματικότητα φτιαγμένη εξολοκλήρου από τις μυθοπλασίες μας, τα μυθεύματά μας, είτε είναι χρήματα, είτε έθνη, είτε θρησκευτικές μυθολογίες, και τον περισσότερο χρόνο αυτά που βλέπουμε και μας κινητοποιούν είναι τα ίδια μας τα ψέματα, ας το παραδεχτούμε. Διότι τα ψέματα γεννούν ψέματα, αγαπητέ μου, κι εσύ έχεις την εντύπωση ότι ταξιδεύεις, ότι πηγαίνεις από τη μία πόλη του κόσμου στην άλλη, ενώ δεν έχεις επισκεφτεί κανέναν τόπο, απλώς περιφέρεις το σαρκίο σου από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, περιοδεύεις σε όλο τον κόσμο, όπως θέλεις να πιστεύεις πως κάνεις, όμως στην ουσία δεν πηγαίνεις πουθενά παρά από το ένα Lounge στο άλλο, ακούγοντας αυτή την απαλή, ψυχοθεραπευτική, κατ’ εσέ, μουσική, νιώθοντας ήσυχος με τη συνείδησή σου, συναισθηματικά υγιής μες στην ψευδαίσθησή σου· μα εκεί ακριβώς κρύβεται η αρρώστια, καλέ μου γιατρέ, μες στο ψεύδος. Η ασθένεια κοιμάται μες στην υγεία, στην επίφαση της κανονικότητας κι έτσι, αντί να αντιμετωπίζεται, ισχυροποιείται, υπονομεύοντας τον οργανισμό, καθησυχάζοντάς τον, ηρεμώντας τον, όπως ακριβώς αυτή η μουσική, αυτό το μελωδικό ναρκωτικό. Είναι ύπουλη η νόσος σου, σε κάνει να νιώθεις όμορφα, αρμονικά με την ύπαρξη σου, τη ζωή σου, τον εαυτό σου, αδιαφορώντας για τους άλλους, λες και είσαι ένα απομονωμένο νησί με καμία διασύνδεση με τη στεριά, ένα νησί στη μέση του πουθενά, που περιστοιχίζεται από θάλασσα, όμως δεν υπάρχουν άνθρωποι-νησιά, γιατρέ, γιατί κάθε μεμονωμένη επικράτεια είναι μέρος μιας ευρύτερης επικράτειας, τμήμα ενιαίας έκτασης με πολλούς, διαφορετικούς τόπους. Είναι, το ομολογώ, παράξενο που κάνω αυτή τη σκέψη, εγώ που γύρω από τη δική μου επικράτεια έχω ανοίξει τάφρους, για ν’ αποτρέψω την πρόσβαση στο φρούριο του εαυτού μου, έτσι που μοιάζω κάπως με απόρθητο νησί, και μερικές φορές κοιτάζω πάνω από τις επάλξεις προς την άλλη μεριά ή πάλι επιχειρώ να υπερκεράσω τα εμπόδια που έχω ο ίδιος στήσει (τι παραλογισμός, αλήθεια!). Ρίχνω πρόχειρα γεφύρια στο νερό ή ακόμα προσπαθώ να περάσω απέναντι κολυμπώντας και ενίοτε, με κόπο πολύ, το καταφέρνω, όμως γρήγορα θέλω να επιστρέψω πάλι πίσω στη δική μου περιοχή που είναι ένα μικρό, απειροελάχιστο κομμάτι ενός αδιαίρετου, ομοούσιου τόπου· αλήθεια, πόσο εγωιστής είμαι που οριοθετώ τα πράγματα, για να τα έχω υπό τον έλεγχό μου, επειδή έτσι αισθάνομαι ασφαλής και δυνατός ―να ακόμα μια ψευδαίσθηση, γιατρέ― και το πιο φρικτό απ’ όλα είναι ότι έχω συνειδητοποιήσει τις ψευδαισθήσεις μου κι όμως είναι σχεδόν ακατόρθωτο να ζω χωρίς αυτές. Το μετανιώνω, προσπαθώ να απομακρυνθώ από τα ψέματα που λέω στον εαυτό μου όμως δεν τα καταφέρνω και εκ των υστέρων ισχυρίζομαι ότι είναι αναγκαία για να δημιουργηθεί ο άνθρωπος που έχω γίνει και καταλήγω ακόμα και να τ’ αγαπώ, γιατί εγώ είμαι πλέον αξεχώριστος από εκείνα και γιατί εκείνα συγκροτούν την πεποίθηση που έχω για εμένα, ότι δηλαδή είμαι ένα ον του αναστοχασμού και της περίσκεψης. Αλλά όλη η ανασκόπηση τελικά έρχεται αντιμέτωπη με τα ψέματα που δημιουργώ, που φυσικά δεν μπορώ να τα αντιμετωπίσω, αν και πάλι, πού και πού φαίνεται να, υπάρχουν ψεύδη τόσο ανθεκτικά (σαν βακτήρια) στην αναθεωρητική μου παρόρμηση, που μένω με την απορία. Και περνάνε τα χρόνια, περνάνε, κι εγώ αναρωτιέμαι τι είναι πιο δύσκολο: να παραμένω στην επικράτειά μου ή να φτιάχνω γέφυρες μια ζωή (Τι παραλογισμός! Τι ψευδοερώτημα!). Η αλήθεια πάντως είναι πως, όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους, το χέρι μου γράφει ασυναίσθητα στίχους ανησυχίας· δεν ξέρω, ακόμα κι όταν περιδιάβαζα στις επικράτειες της Μ. ένιωθα μόνος, όχι πάντα αλλά μερικές φορές, της το είχα εξομολογηθεί, κι εκείνη μου είχε πει πως είμαι από το είδος των ανθρώπων που έχουν την ικανότητα να κλείνονται στον εαυτό τους, υπομένοντας τη δυστυχία αντί για τον συμβιβασμό, που τους αρέσει η μελαγχολία, η ευτυχία του να είναι λυπημένοι, έτσι μου είχε πει. Και τώρα που το σκέφτομαι δεν υπάρχει καμία ηχογλυπτική να λειάνει τις τραχιές επιφάνειες της ύπαρξης, δεν υπάρχει μουσική να λαξεύσει τις αγωνίες και τις θλίψεις μου, μόνο εγώ μπορώ να το κάνω, αντανακλαστικά, χρησιμοποιώντας τη λαθρόβια τεχνική της αυτοπάθειας, όμως και πάλι δεν το αποφεύγω να σκαλώνω πάνω στον εαυτό μου και αυτό το σκάλωμα μου δίνει μια ιδέα για το ποιος πραγματικά είμαι, πράγμα που με κάνει να σκέφτομαι πως ίσως οι άνθρωποι μερικές φορές θα πρέπει να συγχωρούμε τον εαυτό μας, τις αθεράπευτες μικρότητές μας, αυτά τα μαραμένα άνθη της προσωπικότητας με τα οποία φτιάχνουμε θλιβερά στεφάνια. Η πτήση ανακοινώνεται, γιατρέ, και πόσο θα ήθελα να φωνάξω πως επιτέλους θα ανυψωθούμε κόντρα στη βαρύτητα, όμως, αντιθέτως, θαρρώ θα μας καταπιεί η μεταλλική φάλαινα και είθε εκεί μέσα στο τεράστιο χωνευτήρι του χρόνου να μπορέσουμε να φτάσουμε στην πραγματική άρση, η οποία είναι μια άσκηση βαθιάς κατανόησης, είναι απαλλαγή και άφεση, μια πράξη ακέραια και μοναδική που ιριδίζει σαν αλήθεια μέσα στα σκοτεινά σωθικά του ψεύδους.

27.4.24

Περικείμενο Βιβλία #5: Kωνσταντίνος Bλαχογιάννης / Επικράτειες

Ένα βιβλίο μέσα σε ένα βιβλίο, ένα βιβλίο σχισμένο στα δύο. Οι μεγαφωνικές ριπές οικογενειακών καυγάδων και μια πόλη που αργά και βασανιστικά συρρικνώνεται, όπως ένα άρρωστο σώμα. Ένα μυστηριώδες σημείο στον χάρτη, ένα αινιγματικό νησί που μπορεί και να μην υπάρχει. Αεροπλάνα που δεν πετούν για μήνες και στις μηχανές τους φωλιάζουν πουλιά. Μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει και βγάζει στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Ένα ατέρμονο ταξίδι με ένα τρένο που διασχίζει τη μία σήραγγα μετά την άλλη. 

Συγγραφέας και αναγνώστης ξεκινούν παράλληλα ταξίδια, πραγματοποιώντας μια κατάβαση στο παράδοξο της αέναης αναχώρησης και των απρόσιτων στο διηνεκές προορισμών. Σε αυτή τη διαδρομή η λογοτεχνία χαιρετίζεται ως η μόνη προσβάσιμη επικράτεια, έστω και αν αποτελεί έναν τόπο που υφίσταται αποκλειστικά και μόνο στο μυαλό των ταξιδιωτών-συνεπιβατών.

ISBN: 978-618-86969-1-4




22.4.24

Ένα ποίημα (Rolf Dieter Brinkmann)

Εδώ είναι ένα ποίημα χωρίς ήρωα.
Σε αυτό το ποίημα δεν υπάρχουν δέντρα. Δεν υπάρχει χώρος
για να μπεις και να κοιμηθείς εδώ
στο ποίημα. Δεν μπορείς  να δεις κανένα χρώμα
 
σε αυτό το ποίημα εδώ. Δεν υπάρχουν συναισθήματα
στο ποίημα. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό το ποίημα
να αγγίξεις. Δεν υπάρχουν μυρωδιές εδώ
σε αυτό το ποίημα. Δεν χρειάζεται κανείς να σκαρφαλώσει
 
πάνω από  φράχτη ή τείχος σε αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχει τίποτα να νιώσεις σε αυτό το ποίημα.
Το ποίημα εδώ δεν μπορείς να το παρακάμψεις.
Δεν είναι από καουτσούκ. Καμία λευκή σκιά
 
δεν υπάρχει στο ποίημα εδώ. Κανείς δεν επιστρέφει
 από ταξίδι εδώ σε αυτό το ποίημα.
Κανείς σε αυτό το ποίημα δεν ανεβαίνει ξέπνοος
τις σκάλες. Το ποίημα εδώ  δεν υπόσχεται
 
τίποτα. Επίσης δεν πεθαίνει κανείς στο ποίημα.
Σε αυτό το ποίημα δεν αισθάνεσαι κανένα χνώτο. Δεν
υπάρχει κανένας ήχος χαράς στο ποίημα εδώ. Κανένας
άνθρωπος στο ποίημα αυτό δεν είναι απελπισμένος. Εδώ
 
στο ποίημα είναι πολύ ήσυχα. Κανείς δεν
διαμαρτύρεται στο ποίημα. Κανείς δεν μιλάει εδώ
στο ποίημα. Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν
τραυματίζονται οι εργαζόμενοι. Το ποίημα εδώ
 
στέκεται απλά εδώ. Δεν περιέχει κλειδιά
για να ξεκλειδώσετε πόρτες. Δεν υπάρχουν πόρτες
σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα εδώ είναι χωρίς
μουσική. Κανείς δεν τραγουδά στο ποίημα αυτό και
 
κανείς δεν μιμείται κανέναν εδώ σε αυτό το ποίημα.
κανείς δεν ουρλιάζει εδώ, κανείς δεν καταριέται,
γαμάει, τρώει ή παίρνει βαρβιτουρικά. Δεν υπάρχει σε
αυτό το ποίημα σκηνικό βομβαρδισμού
 
για σένα. Το ποίημα εδώ δεν περπατάει, δεν ξαπλώνει,
δεν κοιμάται, δεν γνωρίζει καμία μέρα, δεν γνωρίζει καμία
νύχτα. Δεν χρειάζεσαι εδώ σε αυτό το ποίημα
να πληρώνεις τους λογαριασμούς Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης
 
που αυξάνει το ενοίκιο. Δεν υπάρχουν
εταιρείες σε αυτό το ποίημα. Δεν υπάρχει σε αυτό
το ποίημα καμία πολιτεία Καλιφόρνια. Δεν υπάρχει
ρίγανη σε αυτό το ποίημα. Σε αυτό το ποίημα
 
δεν υπάρχει θάλασσα. Δεν μπορείς να κολυμπήσεις
στο ποίημα αυτό. Το ποίημα που βρίσκεται εδώ δεν έχει
ζεστασιά, το ποίημα δεν έχει ψύχος. Το ποίημα
εδώ δεν είναι μαύρο, δεν έχει παράθυρα και
 
δεν γνωρίζει φόβο. Το ποίημα εδώ δεν τρέμει
καθόλου. Το ποίημα εδώ είναι χωρίς καθρέπτη. Σε αυτό
το ποίημα δεν υπάρχει ούτε τηγανητό αβγό. Σουπερμάρκετ
δεν υπάρχει εδώ σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα
 
που διαβάζεις εδώ δεν έχει βυζιά και πόδια,
το ποίημα εδώ είναι εντελώς ασώματο. Κανείς δεν
αναστενάζει εδώ στο ποίημα. Το ποίημα δεν αιμορραγεί,
δεν κρύβει τίποτα, το ποίημα δεν έχει κανόνες
 
Το ποίημα δεν είναι αναφορά για κανέναν. Κανείς
δεν βρίσκει μια δεκάρα σε αυτό το ποίημα,
και εδώ σε αυτό το ποίημα κανείς δεν οδηγεί
αυτοκίνητο. Τα ελαστικά δεν τσιρίζουν στη γωνία.
 
Σε αυτό το ποίημα κανείς δεν ρουφάει τρυφερά
έναν πούτσο. Δεν υπάρχουν λαμπτήρες σε αυτό
το ποίημα. Το ποίημα δεν είναι ένα κίτρινο μαντήλι.
Το ποίημα που κοιτάς εδώ δεν βήχει.
 
Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν μπορείς να φιλήσεις.
Εδώ σε αυτό το ποίημα δεν κατουράς. Δεν
Μπορείς τίποτα να ξεκινήσεις με αυτό το ποίημα. Το
Ποίημα αποτελείται από ηχηρές αρνήσεις. Όλο και
 
περισσότερες αρνήσεις υπάρχουν σε αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχει ζιζάνιο στο ποίημα αυτό. Κανείς δεν γελάει
σε αυτό το ποίημα. Το ποίημα δεν ξέρει καμία
δουλειά. Κανείς δεν βλέπει τηλεόραση σε αυτό το ποίημα.
 
Το ποίημα δεν φοράει ρολόι. Το ποίημα δεν είναι
διαχρονικό. Χρειάζεται τόσο χρόνο, όσο θα κάνεις
για να διαβάσεις το ποίημα εδώ. Καμιά βρύση δεν
στάζει στο ποίημα εδώ και κανείς στο ποίημα
 
Δεν αναζητά τσιγάρα. Εδώ το ποίημα
δεν δίνει φιλοδώρημα. Δεν υπάρχει τουαλέτα
εδώ στο ποίημα. Δεν υπάρχει καμία πόλη σε αυτό
το ποίημα. Εδώ στο ποίημα κανείς δεν πλένει
 
τα πόδια. Το να πηγαίνεις σχολείο δεν είναι στο ποίημα
απαραίτητο. Στο ποίημα κανείς δεν γλύφει κάποιο
μουνί. Το πέος σου δεν στέκεται όρθιο εδώ
στο ποίημα. Δεν μπορείς εδώ στο ποίημα
 
να κάτσεις και αν σκεφτείς. Το ποίημα εδώ
δεν είναι το κράτος. Δεν είναι η κοινωνία.
Δεν είναι μηχανή φλίπερ. Το ποίημα εδώ
δεν έχει σκύλο. Σε αυτό το ποίημα δεν μπορεί
 
κανείς να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Δεν τριγυρνούν
αστυνομικοί ούτε ψάχνουν να κάνουν διάλειμμα. Δεν
υπάρχει αγελάδα σε αυτό το ποίημα. Tο ποίημα εδώ
δεν είναι επιπόλαιο. Το ποίημα εδώ δεν είναι
 
προσεχτικό. Σε αυτό το ποίημα δεν εμφανίζεται
καλοκαιρινή μέρα. Δεν είναι ποτέ Τρίτη σε αυτό το ποίημα,
δεν υπάρχει Τετάρτη. Σε αυτό το ποίημα, δεν
είναι Παρασκευή σε αυτό το ποίημα και δεν υπάρχει

Πέμπτη στο ποίημα εδώ. Δεν είναι Δευτέρα,
Σάββατο και Κυριακή εδώ στο ποίημα. Το ποίημα
εδώ δεν είναι το αρνητικό της Δευτέρας ή της
Πέμπτης. Το ποίημα σταματά απλά εδώ.
 

[Από τη συλλογή "Westwärts 1&2" , Rowohlt Verlag, Reinbek 1975/ μετάφραση: Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης]

7.4.24

Παράλληλα ταξίδια


Ένα βιβλίο μέσα σε ένα βιβλίο, ένα βιβλίο σχισμένο στα δύο. Οι μεγαφωνικές ριπές οικογενειακών καυγάδων και μια πόλη που αργά και βασανιστικά συρρικνώνεται, όπως ένα άρρωστο σώμα. Ένα μυστηριώδες σημείο στον χάρτη, ένα αινιγματικό νησί που μπορεί και να μην υπάρχει. Αεροπλάνα που δεν πετούν για μήνες και στις μηχανές τους φωλιάζουν πουλιά. Μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει και βγάζει στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Ένα ατέρμονο ταξίδι με ένα τρένο που διασχίζει τη μία σήραγγα μετά την άλλη. 

Συγγραφέας και αναγνώστης ξεκινούν παράλληλα ταξίδια, πραγματοποιώντας μια κατάβαση στο παράδοξο της αέναης αναχώρησης και των απρόσιτων στο διηνεκές προορισμών. Σε αυτή τη διαδρομή η λογοτεχνία χαιρετίζεται ως η μόνη προσβάσιμη επικράτεια, έστω και αν αποτελεί έναν τόπο που υφίσταται αποκλειστικά και μόνο στο μυαλό των ταξιδιωτών-συνεπιβατών. 

Το βιβλίο "Επικράτειες" του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη θα κυκλοφορήσει τον Μάιο του 2024.

4.4.24

Μερικά από τα "απολεσθέντα" της Ελένης Κουρή

Η Ελένη Κουρή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Ζει στην Αθήνα. Εκπαιδεύτηκε στην Ειδική Αγωγή κι εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ασχολείται με τη συγγραφή ποιημάτων, τον ελεύθερο στίχο και ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και το κολάζ.

Τα παρακάτω ποιήματα αντλήθηκαν από την ανέκδοτη συλλογή της με το τίτλο "Τα απολεσθέντα". Την ευχαριστούμε θερμά για την κατάθεσή της. -


Τα σκεύη

Με την ηχώ της αλουμίνιας αθανασίας
με προσφωνούν τα εμαγιέ
και οι παλαιοί τσίγκοι


Με αποκαλούν
χειροποιητή της τροφής
πέψη σημείο βρασμού
κι αμφίβια δράση
μιας διπλής ζωής υπό πίεση
 
Κι όπως ωοειδές κοχλάζω
με νερά μου φράζω το κέλυφος
κι από ρευστή σε συμπαγής
συμπυκνώνομαι 


Τα απολεσθέντα
 
Τις νύχτες σφραγίζω την πόρτα εισόδου
και τίποτα δεν εισβάλλει στην τύχη
Είμαι εγώ τα έπιπλα και η γάτα μου
 
Γκρίζα γάτα με γραμμές κάθετες
ακολουθεί τη σκιά μιας απουσίας
Συχνά την αισθάνομαι να ξαπλώνει  δίπλα μου
Μερικές φορές να τρώει από το φαγητό μου
κι άλλοτε να κάνει μπάνιο με τα ίδια μου τα χέρια
 
Όμως εγώ όταν νιώθω λύπη δεν μπορώ να μπω στο νερό
φαντάζομαι το ίδιο νιώθει κι η γάτα μου
Νιώθει συχνά λύπη γι' αυτό αποφεύγει το νερό
και γλύφει μόνη της το σώμα


Σύνθεση
 
Αδυνατώ να σε θυμηθώ
η πρώτη ταραγμένη βροχή του χρόνου
τσάκισε μισό σου κομμάτι
Ούτε τι χρώμα  να σου βάψω τα χείλη ξέρω
ούτε αν φοράς ευφάνταστο κόσμημα στο λαιμό
ούτε αν προτιμάς να περπατάς τ' απογεύματα την οδό
με την βαριά μυρωδιά προσφυγικού φαγητού
 
Αδυνατώ να σε περιγράψω στην κυρία του απέναντι κτιρίου
που με ρωτάει επίμονα, πως μοιάζεις
 
Μοιάζει με κυπαρίσσι κυρία μου
της αρέσει η νύχτα
αντιστέκεται στις ηλιόλουστες μέρες
 
Μάλλον μελαγχολική 


Πλάτος (σε σχήμα)
 
Από εδώ περνάνε τα νερά
καθώς σε αφηγούνται
Σε είπαν ισοσκελές
από την μέση και κάτω
με ανοιχτά τα πόδια
 
Με είπαν τρίγωνο
Καβάλα στην πέτρα
Προγονική και παρόν
 
Μου λείπουν μικρά άνθη των μαλλιών
για τη χάρη
Μετά πάλι στο χώμα
ορυκτό και σύγκρουση
 
Είπαν τώρα πως ρίζα οπωροφόρου είσαι
και στήλη
με το ένα πόδι σου βαρύ κι ασήκωτο
να αναγκάζεσαι


Πεδίον του Άρεως
 
Όταν παγώνει στο πεδίο του Άρεως
αρκούδες παχιές πατάνε τα πόδια σου
Ευθύνονται για το αδιέξοδο της λεωφόρου μες το καταχείμωνο
Χίλτον σε δεκαπέντε λεπτά
 
Περνάς φευγαλέα τα σκονισμένα οπωροφόρα
Μοιάζουν τόσο καλά ευθυγραμμισμένα κατά μήκος του πεζοδρομίου
ώστε καταλάβαίνεις πως κάποιος ανόητος φορώντας χλαίνη
τους έχει επιβάλλει τη σωστή αναπνοή
και πως την ίδια στιγμή απευθυνόμενη εσύ με φωνές
σε στοιβαγμένα ζώα αναίτια φαλτσάρεις
 
Σημαίνεις αστός
 
Σε βαραίνει ακόμα και η σκόνη
που συγκαταλέγεται εντός των πτυχώσεων του δέρματος σου
κι είναι πλέον βέβαιο πως δεν είσαι ούτε πέρα
ούτε πάνω απ' τον κόσμο
Απλά επικρατείς γιατί κινείσαι


Παρακαταθηκών και Δανείων
 
Χρειάζομαι εγχειρίδιο ενηλικίωσης
ολιγόφυλλο βιβλιαράκι σε μέγεθος τσέπης
να με καθοδηγεί
με σχήματα πολύ λεπτομερή
και τα εξής περιεχόμενα
 
Πως να αντιλαμβάνεστε την ύλη
Ανακαλώ την οφθαλμαπάτη
Πως υπεκφεύγω της ψευδαίσθησης
Μιλήστε μου για τον έρωτα
Πως γίνεται κανείς πλαστικός
 
Τακτοποιημένα ερωτήματα
και οι απαραίτητες απαντήσεις τους
Χωρίς ίχνος αμετροέπειας


Αν ήταν χειμώνας
 
Θα διέσχιζα ομίχλη
θα μου ταίριαζε περισσότερο η σιωπή
τα μυϊκά μου συστήματα δεν θα με ανάγκαζαν
σε μια τόσο εξαντλητική κίνηση
 
Αν ήταν χειμώνας
ποιος θα νοιαζόταν να είναι τόσο ακριβής με τα ωράρια
Όμως είμαι αναγκασμένη σε πλήρη συνέπεια
είναι άνοιξη εκεί έξω 

14.3.24

Zima Blue: Μια πορεία προς τα εμπρός

Αναδημοσίευση του άρθρου του Jay Wood

«Η αναζήτησή μου για την αλήθεια τελείωσε επιτέλους. Πηγαίνω στο σπίτι μου.» (Τα τελευταία λόγια του Zima Blue)

Η συνείδηση έχει συνυφανθεί περισσότερο από ποτέ με τον ψηφιακό κόσμο και οι τεχνολογικές εξελίξεις της τεχνητής νοημοσύνης έχουν καταστήσει τις καλλιτεχνικές δημιουργίες πολύ πιο δυσδιάκριτες από εκείνες που είναι κατασκευασμένες από τον άνθρωπο. Ο Marshall McLuhan γράφει, «πλησιάζουμε στην τελική φάση των επεκτάσεων του ανθρώπου [...] την τεχνολογική προσομοίωση της συνείδησης». Καθώς οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη συγκλίνουν με την πιθανή αποικιοποίηση της ανθρώπινης συνείδησης από την τεχνολογία, προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο θα πρέπει να ενσωματώσουμε την τεχνολογία στην ταυτότητα, τη συνείδηση και την αίσθηση του σκοπού μας. Το “Ζima Blue”, ένα επεισόδιο της σειράς Love, Death, and Robots του Netflix, έχει μια εξαιρετικά μοναδική προσέγγιση σε αυτά τα ερωτήματα και ρίχνει φως σε αυτή την αμφίβολη σχέση. Η αφήγηση ακολουθεί τη συνάντηση μιας δημοσιογράφου με τον Zima, έναν φουτουριστικό απομονωμένο καλλιτέχνη που έχει τόσο μεγάλη εμμονή με την απόχρωση χρώματος Zima Blue που οι καμβάδες του γίνονται όλο και μεγαλύτεροι μέχρι να αποκτήσουν το μέγεθος ενός πλανήτη. Στο τέλος της ιστορίας, ο Ζίμα αποκαλύπτεται ότι είναι ένα τεχνητά δημιουργημένο ον που εξελίσσεται συνεχώς (από ένα ρομπότ καθαρισμού πισίνας που μοιάζει χαλαρά με Roomba μέχρι την υπέρτατη, παντογνώστη ιδιότητά του). Αφού εξηγήσει την προέλευσή του στη δημοσιογράφο, βουτάει στην πισίνα, απενεργοποιεί τις ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες του και επιστρέφει στον αρχικό του σκοπό: να καθαρίζει ακούραστα τα πλακάκια της πισίνας με το χρώμα Zima Blue. Υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων στην τεχνητή νοημοσύνη, το “Zima Blue” προσφέρει έναν  πνευματικό οδηγό για την πλοήγηση σε αυτή την τεχνολογία και τελικά διερωτάται τι σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις για τη δική μας ανθρωπότητα.

Η δαιμονοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί συχνά να μας αποσπάσει την προσοχή από τις πιο άμεσες πολιτιστικές και πολιτικές επιπτώσεις αυτής της τεχνολογίας σήμερα. Η αντιμετώπιση της τεχνητής νοημοσύνης ως ενός απειλητικού άγνωστου "άλλου" είναι σε μεγάλο βαθμό αντιπαραγωγική- η διερεύνηση αυτής της μορφής συνείδησης μπορεί να ρίξει φως στη δική μας εκκολαπτόμενη σχέση με αυτή την τεχνολογία. Ο ίδιος ο Zima έχει μια εξαιρετικά αριστοκρατική, σεβαστή και φιλόξενη διάθεση απέναντι στον δημοσιογράφο καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ανατρέποντας μια αρχετυπική δαιμονοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης.

Ενώ με την πρώτη ματιά το “Zima Blue” αφορά αυστηρά την τεχνητή νοημοσύνη, υπάρχουν πολύ περισσότερα από όσα βλέπει το ρομποτικό μάτι. Παρόλο που το κοινό συνειδητοποιεί ότι ο Ζίμα είναι πλήρως τεχνητός, η αφήγηση θολώνει τα όρια μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης και ανθρωπότητας. Η δημοσιογράφος λέει: «Είσαι ένας άνθρωπος με μέρη μηχανής, όχι μια μηχανή που νομίζει ότι είναι άνθρωπος», στην οποία ο Ζίμα απαντά: «Μερικές φορές, είναι δύσκολο ακόμη και για μένα να καταλάβω τι έχω γίνει». Ο Ζίμα επισημαίνει τη δυσκολία να συμφιλιωθούν πραγματικά οι τρόποι με τους οποίους η τεχνολογία μεταβάλλει τη συνείδηση. Ακόμα και για όσους έχουν εσωτερικεύσει πλήρως την γραμματική, το να σκεφτεί κανείς τις λέξεις ως εντελώς αποκομμένες από τη γραφή είναι απλώς πολύ δύσκολο έργο για να το αναλάβει, ακόμα και όταν εξειδικευμένες γλωσσολογικές ή ανθρωπολογικές εργασίες μπορεί να το απαιτούν. Η σύγχρονη ψηφιακή συνείδηση μπορεί μετά βίας να κατανοήσει τη συνείδηση ενός πλήρως προφορικού πολιτισμού. Είναι σχεδόν ξένες μεταξύ τους (όπως η αρχική και η τελική μορφή του Ζίμα). Είμαστε κι εμείς οι ίδιοι ένα είδος τεχνητής συνείδησης, καθώς οι μορφές επικοινωνίας, ύπαρξης και ταυτότητάς μας ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στο ψηφιακό τοπίο. Περιπλέκοντας τις σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο διχοτομικών τύπων συνείδησης, το “Zima Blue” υποδεικνύει τη σύγκλισή τους, καθώς είναι αμετάκλητα συνυφασμένες. Το “Ζima Blue” θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές που θέτει μεταξύ τεχνητότητας και ανθρωπιάς, προτρέποντας τον θεατή να επανεξετάσει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος στο ψηφιακό τοπίο.

Οι κριτικοί θεωρητικοί των μέσων ενημέρωσης, όπως ο Walter J. Ong, βλέπουν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας μέσα από μια νεοδαρβινική προοπτική - ο Ong σημειώνει ότι χωρίς την εξέλιξη της τεχνολογίας, «η ανθρώπινη συνείδηση δεν μπορεί να επιτύχει τις πληρέστερες δυνατότητές της, δεν μπορεί να παράγει άλλες όμορφες και ισχυρές δημιουργίες». Αυτή η εξέλιξη της τεχνολογικά διαποτισμένης συνείδησης ξεκινά με τον αλφαβητισμό, καθώς η δυναμική προφορικότητας-αλφαβητισμού υπεισέρχεται αναπόσπαστα στη σύγχρονη εξέλιξη της συνείδησης τόσο προς τη μεγαλύτερη εσωτερίκευση όσο και προς το μεγαλύτερο άνοιγμα. Η σύγχρονη δαρβινική εξέλιξη της συνείδησης υπαινίσσεται μια κίνηση προς μια παντογνώστη και θεϊκή συνείδηση, την οποία ενσαρκώνει ο Ζίμα.

Ωστόσο, το “Zima Blue” σατιρίζει, ανατρέπει και υπονομεύει αυτή την προοπτική της τεχνολογίας, απολαμβάνοντας τον παραλογισμό της θεώρησης της συνείδησης ως γραμμικά εξελισσόμενης προς την τελειότητα. Τα έργα τέχνης του Ζίμα ξεκινούν μικρά αλλά εξελίσσονται σε τεράστια εγχειρήματα μεγέθους πλανήτη, καθώς το θεωρεί ως το επόμενο λογικό βήμα στην τέχνη του. Ωστόσο, όλα είναι ουσιαστικά τα ίδια έργα τέχνης - ένα τετράγωνο της χρωματικής απόχρωσης Zima Blue. Ο Ζίμα είναι όλο και πιο δυσαρεστημένος με τα επιτεύγματά του, παρόλο που αυτά αυξάνονται εκθετικά σε φυσική κλίμακα και δημοτικότητα. Ο Marshall McLuhan γράφει: «Έχουμε επεκτείνει το ίδιο το κεντρικό νευρικό μας σύστημα σε μια παγκόσμια αγκαλιά, καταργώντας τόσο τον χώρο όσο και τον χρόνο σε ό,τι αφορά τον πλανήτη μας». Ο Ζίμα προτρέπει τον αναγνώστη να εξετάσει αντίθετα αυτή την τεχνολογική αγκαλιά των πάντων και να αναρωτηθεί τι σημαίνει η τεχνολογική εξέλιξη της συνείδησης για την ίδια την ανθρωπότητα.

Ο McLuhan αντιλαμβάνεται ότι η νέα τεχνολογία είναι δίκοπο μαχαίρι και συζητά την ιδέα του αυτοακρωτηριασμού, όπου μια νέα τεχνολογία μπορεί να επεκτείνει μια πτυχή της συνείδησης, ενώ ακρωτηριάζει μια άλλη σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί ισορροπία. Για παράδειγμα, αν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να δίνουν στους χρήστες τους τη δυνατότητα να συνδέονται από οπουδήποτε και ανά πάσα στιγμή, ακρωτηριάζουν τις πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπιδράσεις και την επικοινωνία.  

Στο “Zima Blue” συμβαίνει ένας παρόμοιος ακρωτηριασμός. Ο Ζίμα είναι σε θέση να οδηγήσει τις εξελίξεις του σε νέα επιτεύγματα με κάθε νέα αναβάθμιση του υλικού του, ωστόσο γίνεται όλο και πιο δυσαρεστημένος με τη δουλειά του. Ενώ οι νέες τεχνολογίες μπορεί να μας επιτρέπουν να πάμε τα υλικά μας επιτεύγματα σε μέρη που δεν έχουν πάει ποτέ, μπορεί να χάσουμε την εγγενή ικανοποίηση και τη σύνδεση με την ανθρωπιά μας. Ο Ζίμα λέει ότι η απόφασή του να κλείσει τις ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες του και να επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση ήταν «για να αντλήσει κάποια απλή ευχαρίστηση από την εκτέλεση ενός έργου που έγινε καλά». Η αφήγηση (και κυρίως το τέλος) παρέχει ένα εγχειρίδιο για την ανθρώπινη συνείδηση, με τον Ζίμα να απαρνιέται την επιτυχία του και να επιδιώκει τον έμφυτο σκοπό του.

Με την αιώνια απάρνησή του, ο Ζίμα απελευθερώνεται από τα πνευματικά δεσμά των τεχνολογικών του αναβαθμίσεων. Η απάρνησή του αναφέρεται στην αποκήρυξη στην πράξη, όχι στην αποκήρυξη της πράξης. Ο Ζίμα δεν απενεργοποιεί απλώς τον εαυτό του και δεν εγκαταλείπει εντελώς τον κόσμο για να ζήσει έναν ασκητικό τρόπο ζωής. Παραμένει να καθαρίζει τα πλακάκια της πισίνας με το χρώμα Zima Blue χωρίς κοσμικές επιθυμίες, συμβάλλοντας ακούραστα με τον δικό του τρόπο στην κοσμική αρμονία.

Το κυρίαρχο μήνυμα της αφήγησης δεν είναι να απαρνηθούμε εντελώς την πρόοδο της τεχνολογίας. Ο Ζίμα επιλέγει την απάρνηση ακόμη και αφού φτάσει σε ένα επίπεδο δυνατοτήτων που μοιάζει με θεό και φτάσει κυριολεκτικά στο σύμπαν. Αυτή η επιλογή ανατρέπει μια νεοδαρβινική οπτική για την εξέλιξη μιας τεχνολογικά εμπλουτισμένης συνείδησης. Ο Ζίμα προσφέρει ένα μονοπάτι για την ανθρωπότητα που δεν στρέφεται απλώς προς τα έξω για να κυνηγήσει το σύμπαν και να γίνει θεός, αλλά στρέφεται προς τα μέσα για να κατακτήσει τις υλικές επιθυμίες και τη συνείδηση. Αυτό ενσαρκώνεται όταν ο Ζίμα σχολιάζει την αρχική μορφή της συνείδησής του ως ρομποτικού καθαριστή πισίνας: «Ήταν το μόνο που ήξερα, το μόνο που χρειαζόμουν να ξέρω». Αυτό το πλαίσιο όσον αφορά τη σύγχρονη σχέση μας με την τεχνολογία είναι τόσο επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Καθώς η τεχνολογία γίνεται όλο και πιο προηγμένη, τα προβλήματα που μας παρουσιάζονται τόσο υλικά όσο και πνευματικά γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Σε έναν ψηφιακό κόσμο όπου η τεχνολογία έχει σχεδιαστεί για να αιχμαλωτίσει και να εμπορευματοποιήσει την προσοχή μας και όπου μετριόμαστε με βάση την παραγωγικότητά μας, πώς μπορούμε να πλοηγηθούμε σε αυτή τη σχέση ολιστικά;

Ο Ζίμα αφήνει ακριβώς όσο χρειάζεται για να εκτιμήσει το περιβάλλον του. Ίσως μια λύση στην τεχνολογική αποικιοποίηση της συνείδησής μας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, είναι η αίσθηση της προσοχής και του επιλεκτικού ενδιαφέροντος.

Το βιβλίο How to Do Nothing της Jenny Odell προσφέρει κάποια καθοδήγηση και διορατικότητα ως προς το πώς μπορεί κανείς να το εφαρμόσει αυτό στη δική του συνείδηση. Η Odell εκθέτει εύγλωττα την ιδέα του “να μην κάνει κανείς τίποτα” ως μια μορφή ενσυνείδησης, ασχολούμενος επιλεκτικά με την τεχνολογία και τις σύγχρονες αντιλήψεις για την παραγωγικότητα με τους δικούς του όρους. Η Οντέλ δεν υποστηρίζει την πλήρη αποκήρυξη της δράσης (ενασχόληση με την τεχνολογία), αλλά την αποκήρυξη στην πράξη. Γράφει ότι «το μισό του "δεν κάνω τίποτα" αφορά την απεμπλοκή από την οικονομία της προσοχής- το άλλο μισό αφορά την εκ νέου ενασχόληση με κάτι άλλο».

Ακριβώς όπως ο Ζίμα αποπρογραμμάτισε τον εαυτό του από τις λειτουργίες της ανώτερης νοημοσύνης του, η Οντέλ αναφέρεται στο «να μην κάνεις τίποτα... τόσο ως ένα είδος συσκευής αποπρογραμματισμού όσο και ως τροφή για όσους αισθάνονται πολύ αποσυναρμολογημένοι για να δράσουν με νόημα». Η τέχνη του Ζίμα ενσαρκώνει αλλά και σατιρίζει το τεχνολογικοποιημένο μυαλό, όπου η ιδέα μας για την πρόοδο είναι τόσο συνδεδεμένη με την ιδέα του να βάλουμε κάτι καινούργιο στον κόσμο. Αυτό θέτει το ζήτημα της παραγωγικότητας μέσα σε μια σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Όπως το θέτει η Οντέλ, οι στιγμές ευτυχίας «δεν είναι σκαλοπάτια σε μια σκάλα», όπως έχει θεωρηθεί από την καπιταλιστική κοινωνία. Καθώς ο Ζίμα ανεβαίνει αυτά τα μεταφορικά σκαλοπάτια της καπιταλιστικής παραγωγικότητας, φτάνει στο αποκορύφωμα των επιτευγμάτων αλλά δεν λαμβάνει καμία πραγματική αίσθηση ικανοποίησης σε αντάλλαγμα.

Η επιλεκτική προσοχή τίθεται από την Οντέλ ως ένας τρόπος να περιηγηθούμε στην «οικονομία της προσοχής» στην οποία ζούμε, αλλά ομοίως απαιτεί έναν βαθμό αυτοσυγκράτησης και δυσκολίας. Ένας άνθρωπος φορτωμένος από το σώμα του δεν μπορεί να παραιτηθεί εντελώς από τις πράξεις. Ο Ζίμα εγκαταλείπει το σώμα του προκειμένου να παραιτηθεί από την προσκόλληση στον υλικό κόσμο, λειτουργώντας ως μεταφορά για την ενεργητική επιλεκτική προσοχή και την ενσυνείδηση που υποστηρίζει η Οντέλ. Αντί να επιδιώκει και να απολαμβάνει τους καρπούς της εργασίας του, ο Ζίμα επιλέγει ένα μονοπάτι άπειρου αγώνα και δουλείας αλλά και πνευματικής ισορροπίας.

Το “Zima Blue” προσφέρει έναν εσωστρεφή πνευματικό οδηγό για τα άτομα που περιηγούνται σε έναν κόσμο διαρκώς εξελισσόμενης τεχνολογίας, καθώς και ένα μοναδικό πλαίσιο με το οποίο μπορούμε να δούμε την τεχνητή νοημοσύνη. Σε μια ψηφιακή εποχή όπου οι έννοιες της παραγωγικότητας, της τεχνολογίας και της ταυτότητας είναι αμετάκλητα συνδεδεμένες μεταξύ τους, η ιστορία του Ζίμα προσφέρει μια λύση που συνδέει την πνευματικότητα με την τεχνολογία. Η αφήγηση αναμειγνύει άψογα αυτές τις δύο πτυχές ενός σύγχρονου ψηφιακού νου, προτρέποντας τον θεατή να αναρωτηθεί τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος μπροστά σε μια ραγδαία τεχνολογικοποιημένη συνείδηση. Παρόλο που ο Ζίμα είναι ένα τεχνητά νοήμον ον, η ιστορία του προβάλλει τους διαχρονικούς πνευματικούς αγώνες για τον ανθρώπινο σκοπό, την εργασία και τη θυσία πάνω στις τεχνολογικές και πολιτιστικές εξελίξεις στο παρόν και το εγγύς μέλλον.

https://confluence.gallatin.nyu.edu/context/interdisciplinary-seminar/zima-blue-a-path-forward#:~:text=Zima's%20last%20words%20before%20ceremoniously,of%20mindfulness%20and%20selective%20interest.

21.2.24

Σύννεφα / Wolken (Rolf Dieter Brinkmann)

“Μερικά σύννεφα λίγο ή πολύ εκεί πάνω
το ίδιο μου κάνει… ολόκληρη την εικόνα δεν μπορώ
να την διατρέξω με το βλέμμα”.

Αυτό το μπλε είναι σήμερα φανταστικό.

Τώρα μόλις μπαίνω στο δωμάτιο. Δεν είναι
συγυρισμένο. Στο πάτωμα βρίσκεται
η εφημερίδα από χθες, η οποία δεν έχει διαβαστεί
ως το τέλος. Να ολοκληρώσω το διάβασμά της;
Κάτι το ανώφελο με πείθει να το κάνω.
 
Λίγες λέξεις… λίγες
οι οποίες μου άρεσαν.
 
Μου αρέσει αυτό κι επίσης το χαρτομάντιλο
που όλη τη νύχτα βρισκόταν μπροστά από το κρεβάτι μου.
 
Αν φτιαχτώ αρκετά
θα γίνουν όλες αυτές οι εικόνες καθαρότερες,
 
Ένα λεπτό κομμάτι χαρτί,
ένα χαρτομάντιλο,
στο οποίο είσαι εσύ.
Το μαζεύω από κάτω και σκουπίζω τη μύτη μου.
Αυτό είναι μια ωραία αντίθεση με το μπλε
που υπάρχει ανάμεσα στα σύννεφα, τα οποία επίσης βρίσκονται έξω
Και πάνω από εμένα. Βλέπεις ψηλά. Βλέπεις “σύννεφα”.
Είναι τα ίδια, τα οποία στη λέξη σύννεφα βρίσκονται
 
σ’ αυτό το κομμάτι χαρτί, στο δωμάτιό μου,
μέσα σ' εμένα,
μπλε.

 
“Ein paar Wolken mehr oder weniger da oben,
das ist mir egal… das ganze Bild kann ich nicht
überblicken”.
 
Dieses Blau ist heute phantastisch.
 
Ich komme gerade in dem Moment ins Zimmer. Es ist
unaufgeräumt. Auf dem Fuβboden liegt
die Zeitung von gestern, die nicht zu Ende
 
gelesen wurde. Soll ich sie zu Ende lesen?
Etwas unnützes überredet mich, es nicht zu tin.
 
Ein paar Worter… ein paar,
die mir gefallen.
 
Ich mag das und auch das Tempotauschentuch,
das die ganze Nacht dort vor dem Bett gelegen hat.
 
Wenn ich hoch genug gekommen bin,
werden diese Sachen klarer.
 
Ein weiches Stück Papier
ein Tempotaschentuch,
 
in dem du bist.
 
Ich hebe es vom Boden auf und putz mir damit die Nase.
Das ist ein schöner Kotrast zu dem Blau,
das zwischen den Wolken ist, die auch gleich drauβen
 
über mir sind. Du siehst hoch; du siehst “Wolken”.
Es sind dieselben, die in dem Wort Wolken sind,
 
auf diesem Blatt Papier, in meinem Zimmer,
in mir drin,
blau.

[Από τη συλλογή Kunstliches Licht , Rowohlt Verlag, 1970 / μετάφραση: Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης]

11.2.24

Μια συνoμιλία με τον Russell Edson

Αναδημοσίευση της συνέντευξης στον Mark Tursi

Mark Tursi: Σκέφτηκα να ξεκινήσω με μια πολύ γενική ερώτηση, απλώς για να δώσω κάποιο πλαίσιο σε αυτή τη συζήτηση. Τι πιστεύετε για την κατάσταση της ποίησης στην Αμερική σήμερα; Πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή και πού πιστεύετε ότι οδεύουμε;

Russell Edson: Είμαι λίγο πολύ ερημίτης, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι υπάρχει ένα είδος ανέμπνευστης ανίας. Πριν από λίγο καιρό φαινόταν ότι υπήρχαν τουλάχιστον κάποιες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Είτε έχουν πεθάνει είτε έχουν πέσει σε πνευματική νάρκη. Φυσικά κανείς δεν μπορεί ποτέ να ξέρει τι συμβαίνει πραγματικά μέχρι να συμβεί. Γι' αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις συνήθως αργούμε πολύ.

Mark Tursi: Είναι η επιλογή να είσαι "ερημίτης" -τουλάχιστον όσον αφορά τον κόσμο της ποίησης- μια πολιτική επιλογή; Δηλαδή, ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους αποστασιοποιείστε σε μεγάλο βαθμό από τη σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή;

Russell Edson: Ο "ερημίτης" είναι ένας από τους τρόπους ζωής στους οποίους πέφτει κανείς φυσιολογικά χωρίς καν να το καταλαβαίνει. Μια καμηλοπάρδαλη δεν θεωρεί τον εαυτό της καμηλοπάρδαλη. Απλώς τυχαίνει να είναι καμηλοπάρδαλη χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτεί.

Mark Tursi: Μια άλλη σχετική ερώτηση που σκεφτόμουν έχει να κάνει με την αρκετά σημαντική "υπόγεια" ή "λατρεία" που σας ακολουθεί. Υπάρχουν πολλοί άλλοι ποιητές, φοιτητές και λογοτεχνικοί τύποι που διαβάζουν το έργο σας, και ίσως ακόμη περισσότεροι συγγραφείς σήμερα που είναι σαφώς επηρεασμένοι από το έργο σας. Ωστόσο, εξακολουθείτε να είστε σε μεγάλο βαθμό περιθωριοποιημένος από την ευρύτερη ακαδημαϊκή και λογοτεχνική κοινότητα και συχνά δεν περιλαμβάνεστε στον λεγόμενο κανόνα. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

Russell Edson:  Αν το έργο μου, όπως το θέτετε, "εξακολουθεί να περιθωριοποιείται σε μεγάλο βαθμό από την ευρύτερη ακαδημαϊκή και λογοτεχνική κοινότητα", είναι μάλλον επειδή δεν τους ενδιαφέρει. Όντας, όπως υπαινίσσεστε, κάπως ερημίτης, ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου περιθωριακό ή mainstream, απλώς χαίρομαι που γράφω. Βέβαια, η λογοτεχνική κοινότητα είναι σε μεγάλο βαθμό μια κοινωνική λέσχη, και είμαι πραγματικά πολύ αφηρημένος για οργανωμένη διασκέδαση.

Mark Tursi:  Η ποίησή σας παρουσιάζει μια ένταση μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας και γλώσσας και συνείδησης που είναι άλλοτε ενοχλητική, άλλοτε κωμική και, πιο συχνά, λίγο και από τα δύο. Πιο πρόσφατα ποιήματα από το βασανισμένο καθρέφτη, π.χ. το "Nice" και το "The Redundancy of Horses", ή παλαιότερα ποιήματα από το "What A Man Can See", όπως το "Signs" και ένα από τα απόλυτα αγαπημένα μου ποιήματα, το "A Man With a Tree on His Head" είναι μερικά παραδείγματα όπου σε βλέπω να εξερευνάς πραγματικά αυτή την ένταση. Έχετε επίσης προτείνει ότι η γλώσσα είναι μια προσπάθεια να κερδηθεί το επιχείρημα της αταξίας και να δημιουργηθεί ένας λογικός κόσμος "μέσα στην ίδια του την τρέλα". Ωστόσο, σε άλλες στιγμές φαίνεστε μάλλον αμφίθυμος απέναντι στη γλώσσα. Σε μια παλαιότερη συνέντευξή σας, για παράδειγμα, υπονοείτε ότι "η ποίηση είναι ένα πράγμα της χειρονομίας και του σημείου, και σχεδόν μια μη γλωσσική τέχνη", ή στην ίδια συνέντευξη: "οι λέξεις είναι ο εχθρός της ποίησης". Ποια είναι η σχέση μεταξύ της συνείδησης, της σκέψης, της πραγματικότητας και της γλώσσας; Τι ρόλο παίζει ο "εαυτός" σε αυτή τη σχέση; Ποιο ρόλο παίζει η ποίηση σε αυτή τη σχέση;

Russell EdsonΜε αδρούς όρους οι δύο βασικές μορφές δημιουργικής γραφής είναι η μυθοπλασία και η ποίηση. Η γλώσσα είναι η συνείδηση, και εδώ γίνεται η μυθοπλασία. Η ποίηση πηγάζει από τον ονειρικό νου, το ασυνείδητο. Η ποίηση δεν αισθάνεται ποτέ άνετα στη γλώσσα, επειδή το ασυνείδητο δεν ξέρει πώς να μιλήσει. Όλη η γραφή είναι αφήγηση ιστοριών. Η μυθοπλασία περιγράφει την πραγματικότητα με λέξεις, η ποίηση με εικόνες. Υποθέτω ότι στην ιστορία της λογοτεχνίας η μυθοπλασία ήρθε πρώτη και δίδαξε στην ποίηση πώς να μιλάει. Τη διαδικασία για την οποία μιλάω, την ονομάζω ονειροπόληση σε εγρήγορση. Το να έχεις πλήρη συνείδηση ενώ εξακολουθείς να ονειρεύεσαι στη σελίδα.

Mark Tursi: Αναρωτιέμαι, σε ποιο βαθμό, το έργο σας είναι μια κριτική; Δηλαδή, είναι τα ποιήματά σας σατιρικά; Για παράδειγμα, γράφοντας για τον υπερρεαλισμό και τον φαμπουλισμό, ο Ρόμπερτ Σολς προτείνει ότι "η φαμπουλιστική σάτιρα είναι λιγότερο σίγουρη ηθικά αλλά περισσότερο σίγουρη αισθητικά από την παραδοσιακή σάτιρα. Οι φαμπουλαριστές έχουν κάποια πίστη στην τέχνη αλλά απορρίπτουν κάθε ηθική απολυτότητα και έτσι απορρίπτουν την πίστη του παραδοσιακού σατιρικού στην αποτελεσματικότητα της σάτιρας ως μεταρρυθμιστικού μέσου. Αντίθετα, έχουν μια πιο λεπτή πίστη στην εξανθρωπιστική αξία του γέλιου". Τι γνώμη έχετε για την εκτίμησή του; Βλέπετε το έργο σας να απορρίπτει ηθικά απόλυτα και να προκρίνει τις αισθητικές επιλογές;

Russell Edson:  Μερικές φορές το έργο μου είναι χιουμοριστικό ή αστείο, αλλά ποτέ δεν προορίζεται ως σάτιρα. Η σάτιρα έχει έναν κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό. Δεν εργάζομαι με προκατασκευασμένες ιδέες για την πραγματικότητα. Αναζητώ τη λογική της πραγματικότητας, η οποία είναι το σχήμα της σκέψης περισσότερο από οποιαδήποτε συγκεκριμένη ιδέα ή έννοια. Η συγγραφή για μένα είναι η διασκέδαση της ανακάλυψης. Που σημαίνει ότι θέλω να ανακαλύψω κάτι που δεν ήξερα ότι σχηματίζεται στη σελίδα. Η εμπειρία γίνεται αντικείμενο που διαμορφώνεται με τη λογική ενός ονείρου. Συνειδητοποίησα εδώ και καιρό ότι το ποίημα είναι η εμπειρία, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο της εμπειρίας από το οποίο αντλείται.

Mark Tursi: Στο ίδιο μήκος κύματος, προτείνετε -και γράφετε- ποίηση που είναι απαλλαγμένη από στολίδια και απογυμνωμένη από τα περισσότερα από τα εξαρτήματα που συχνά αναμένονται από ένα ποίημα. Όμως, σίγουρα ενσωματώνετε μια ποικιλία ποιητικών μέσων (π.χ. μεταφορά, σύμβολο, ειρωνεία κ.λπ.). Βρίσκετε κάποια αξία στον τρόπο με τον οποίο οι τυπικές τεχνικές και τα λεγόμενα λογοτεχνικά μέσα επηρεάζουν και χειραγωγούν την ουσία, το περιεχόμενο και το υλικό του ποιήματος;

Russell Edson: Οι λεγόμενες λογοτεχνικές συσκευές, η μεταφορά, το σύμβολο, η ειρωνεία, όπως το θέτετε, είναι η φυσική λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Δεν χρειάζεται να σκεφτεί κανείς να τις χρησιμοποιήσει, είναι ήδη εκεί όπως τα χέρια ή τα μάτια του. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το είδος σκέφτεται και εκφράζεται στο συνηθισμένο εμπόριο. Έτσι είμαστε όλοι καλωδιωμένοι, για να χρησιμοποιήσω μια σύγχρονη έκφραση.

Mark Tursi: Έχω δει μερικά από τα εικαστικά έργα σας - το εξώφυλλο του The Tunnel και το The House of Sara Loo για παράδειγμα. Μπορείτε να μιλήσετε λίγο γι' αυτά τα έργα τέχνης και ίσως για τον τρόπο που βλέπετε να αλληλεπιδρούν με την ποίησή σας; Κάποιες σημαντικές επιρροές από το χώρο των εικαστικών τεχνών;

Russell Edson:  Το εξώφυλλο του The Tunnel είναι έργο ενός τρελού μοναχού, ο οποίος χάραξε πολλά ακατέργαστα κεφάλια σε γρανίτη στη γαλλική πλευρά της Μάγχης. Πολλά από τα εξώφυλλα των άλλων βιβλίων μου έχουν τα δικά μου εικαστικά. Από νωρίς είχα σκεφτεί να γίνω ζωγράφος, αλλά βρήκα το όλο θέμα πολύ ακατάστατο. Το γράψιμο είναι φυσικά λιγότερο ενοχλητικό. Φυσικά, η προετοιμασία ενός βιβλίου για έκδοση δεν αξίζει σχεδόν καθόλου το ταξίδι. Είναι ακόμα χειρότερο και από τις ασκήσεις στο σπίτι από το σχολείο. Με κάποιο τρόπο η ζωή καταφέρνει να βρίσκει δυσκολίες, όσο ξεκάθαρος κι αν φαίνεται ο δρόμος. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς κάποιο ζωντανό πλάσμα που να μην υποφέρει από τους περιορισμούς της βιολογίας του.

Mark Tursi: Θεωρώ ότι η ζωγραφική έχει μια ιδιαίτερα ισχυρή συγγένεια με την ποίηση, και δεν εννοώ απλώς να θυμηθώ κάποιες από τις προφανείς ιστορικές συνδέσεις (π.χ. ο Στάιν και οι κυβιστές). Αλλά, υπάρχει ένας ορισμένος -αν και αδύναμος- σύνδεσμος μεταξύ του τρόπου με τον οποίο ένας ζωγράφος παράγει μια εικόνα και έτσι αναπαράγει το ψυχολογικό και συναισθηματικό πεδίο μέσω μιας φυσικής αναπαραγωγής, και του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής επιχειρεί το ίδιο με τη γλώσσα και την εικόνα. Με ελκύει επίσης ιδιαίτερα ο πειραματικός κινηματογράφος - όπως ο Stan Brakhage, ο Richard Breer κ.λπ. Υπάρχει μια ορισμένη ρευστότητα της συνείδησης αναμεμειγμένη με τη φυσική πραγματικότητα που δεν φαίνεται δυνατή σε άλλα καλλιτεχνικά μέσα, εκτός ίσως από την ποίηση. Έτσι, ενδιαφέρομαι για τις σκέψεις σας σχετικά με τις εικαστικές τέχνες - γενικότερα υποθέτω.

Russell Edson: Όλες οι τέχνες έχουν μια ισχυρή συγγένεια με την ποίηση. Αλλά η διαφορά είναι ότι όλες οι άλλες τέχνες συνδέονται με αισθητήρια όργανα όπως τα μάτια και τα αυτιά. Η ποίηση μπορεί να ακουστεί, να διαβαστεί ή να χτυπηθεί στην πλάτη κάποιου σε κώδικα Μορς- μπορεί να διαβαστεί ως Μπράιγ μέσω των άκρων των δακτύλων. Με άλλα λόγια, όλες οι άλλες τέχνες έχουν μια φυσική παρουσία την οποία η γραφή πρέπει πάντα να κερδίζει. Η ποίηση, η οποία, παραδόξως, δεν είναι στην πραγματικότητα μια γλωσσική τέχνη, όπως ξέρουμε ότι είναι η μυθοπλασία, είναι ίσως, όπως προτείνετε, περισσότερο συγγενής με τη ζωγραφική. Αλλά ακόμη περισσότερο, ίσως με τον βωβό κινηματογράφο, γιατί τα όνειρα, αν όχι εντελώς, είναι κυρίως άλογα. Το βρεφικό υποσυνείδητο δεν ξέρει να μιλάει. Είναι η χώρα των φυσικών κατανοήσεων. Η γλώσσα του είναι μια γλώσσα των εικόνων. Η ποίηση είναι μια φυσική τέχνη χωρίς φυσική παρουσία, έτσι ώστε να βρίσκεται συχνά σε ρυθμό με τον χτύπο της καρδιάς, το χτύπημα των ημερών και στην παιδική σύλληψη της πραγματικότητας των ομοιοκαταληξιών.

Mark Tursi: Συμφωνώ ότι η ποίηση φαίνεται να απαιτεί να κερδίσουμε μια φυσική παρουσία. Και, επίσης, φαίνεται ότι η ποίηση απαιτεί να επιδιώκεται η φυσική παρουσία. Με άλλα λόγια, απαιτεί από εμάς να κάνουμε το άλμα προς τη δημιουργία κάτι ουσιαστικού που η αφηρημένη ζωγραφική, ή στην πραγματικότητα ο κινηματογράφος και οι περισσότερες άλλες εικαστικές τέχνες δεν κάνουν. Οι μονάδες της ποίησης είναι εγγενώς δηλωτικές και νοηματικές, και οι λέξεις και οι εικόνες μας αναγκάζουν να βρούμε το φυσικό μέσω του νοηματικού αποτελέσματος, ανεξάρτητα από το ποια εκδήλωση προκαλείται. Ή, όπως προτείνετε, μέσω "του ρυθμού του καρδιακού παλμού" ή "της πραγματικότητας της ομοιοκαταληξίας". Ίσως, λοιπόν, η εμπλοκή με το φυσικό να είναι λιγότερο φαντασιακή και περισσότερο ηχητικά ή φωνητικά υποκινούμενη; Ή, μήπως υπάρχει ένας ρυθμός ή ένας ρυθμός που διέπει την εικόνα ή είναι κατά κάποιον τρόπο άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτήν;

Russell Edson:  Στην ποίηση τα μοτίβα του ρυθμού και της ομοιοκαταληξίας δίνουν αντιπερισπασμό ώστε ο εγκέφαλος του ονείρου να είναι ελεύθερος να ονειρευτεί. Τα όνειρα όπως και η ποίηση είναι φυσικές δημιουργίες χωρίς τα συνειδητά μέσα έκφρασης. Πιστεύω ότι η ποίηση ήρθε στη γλώσσα μετά την εφεύρεση της μυθοπλασίας- ότι η μυθοπλασία ήταν αυτή που δίδαξε στην ποίηση πώς να μιλάει.

Mark Tursi: Τι συμβαίνει αν ο άνθρωπος της ντουλάπας γίνει λυπημένος;

Russell Edson:  Σε παρακαλώ, μην το προτείνεις ποτέ αυτό. Με κάνει να σκέφτομαι αυτό που οι κοσμολόγοι έχουν ονομάσει "μεγάλη έκρηξη", μια ξαφνική διαστολή του σύμπαντος, που εκρήγνυται ίσως από το τίποτα, εκτός από μια θλίψη που ξαφνικά ενεργοποιείται σε έναν άσβεστο θυμό. Οπότε είναι μάλλον καλύτερο να πιστέψουμε ότι ο άνθρωπος της ντουλάπας δεν είναι ποτέ λυπημένος. . .

Mark Tursi: Στο βάθος του ουρανού...

Russell Edson:  Στο βάθος του ουρανού είναι ένας άνθρωπος που στέκεται πάνω στη γη, χτυπώντας τα χέρια του... .

Mark Tursi: Λοιπόν, αναρωτιόμουν επίσης - τι είναι αυτό που κάνετε έξω από το "τούνελ";

Russell Edson: Τι κάνω έξω από το τούνελ; Υπάρχει έξω;

Mark Tursi: Μου αρέσουν πολύ τα ποιήματα που μόλις κυκλοφόρησαν στο Sentence - ειδικά τα Rocks. Ετοιμάζετε μια νέα συλλογή; Μπορούμε να την περιμένουμε σύντομα;

Russell Edson:  Ετοιμάζω μια νέα συλλογή. Μπορεί να την ονομάσω "Η γυναίκα του κόκορα".

Mark Tursi: Στο ποίημα, "Ένας παρατηρητής του τυχαίου", γράφετε: "Συμπέρασμα: Η τυχαιότητα είναι μόνο θεωρητική. Διότι μόλις την αντιληφθεί κανείς, μετακινείται αμέσως στο κέντρο της προσοχής του, με αποτέλεσμα όλα τα άλλα να εισέρχονται στο τυχαίο, συμπεριλαμβανομένου και του παρατηρητή της τυχαιότητας". Λατρεύω την ειρωνεία εδώ, και με κάνει να σκέφτομαι την Αρχή της Αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ ή την Αρχή της απροσδιοριστίας, όπως έχει εφαρμοστεί στη λογοτεχνία. Αν και έχουν υπάρξει χονδροειδείς καταχρήσεις που άλλοι από τις ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν εφαρμόσει στην αρχική εξίσωση- δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο και τη σχέση δυνάμεων κ.λπ. νομίζω ότι κάποιες εφαρμογές είναι έγκυρες και κατάλληλες - ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τις συζητήσεις του Χάιζενμπεργκ με τον Σρόντινγκερ και τον Αϊνστάιν για την "αβεβαιότητα". Υπάρχει ένα "περίπου" στην αβεβαιότητα; Αλλά, εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι αυτή η έννοια της αβεβαιότητας είναι ενδιαφέρουσα σε σχέση με το έργο σας. Δηλαδή, τι ρόλο παίζει το ατύχημα και η "τυχαιότητα"; Τι λέτε για την ποίηση γενικά; Έχετε γράψει εκτενώς για το ασυνείδητο, οπότε φαίνεται ότι η σύμπτωση και το ατύχημα πρέπει να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ποιητική σας ευαισθησία. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι, εκτός από το ασυνείδητο, όπου η τυχαιότητα επηρεάζει το έργο σας ή τη δημιουργική διαδικασία;

Russell Edson:  Λατρεύω όλα τα υπέροχα πράγματα που λένε οι φυσικοί για την ύλη. Η ύλη είναι μια τόσο ενδιαφέρουσα ιδέα, ανεξάρτητα από το πώς περιγράφεται. Ξεχνάω ποιος σκέφτηκε πρώτος την ιδέα της, αλλά πάντα στοιχειώνει τη σκέψη μου γνωρίζοντας εκείνους που είναι απόλυτα πεπεισμένοι για την ύπαρξη της ύλης. Και όμως, ακόμη και αν δεν υπάρχει, η ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρχει λειτουργεί εξίσου καλά. Μπορεί κανείς να επεκταθεί σε αυτό και να φανταστεί μια ολόκληρη κοσμολογία. Αλλά τελικά, για ό,τι κι αν φανταστεί κανείς, υπάρχουν μόνο δύο πράγματα που παραμένουν σταθερά μέσα σε όλες τις πιθανότητες- το ένα είναι ο εγκέφαλός του (το όργανο της πραγματικότητας) και το άλλο είναι η πραγματικότητα όλων των άλλων, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου του. Από την τύχη, όλες οι πιθανότητες γίνονται συμπτώσεις, όπως η πιθανότητα να ανοίξει μια κλειστή πόρτα και η σύμπτωση να περάσει κάποιος από μέσα. Όλη η λογική ξεκινά από τη σύμπτωση, το τυχαίο ξαφνικά βρίσκει το μοτίβο του σαν ένα παζλ νευρώνων, δίνοντας έμφαση στην ιδέα του μοτίβου- μοτίβο που είναι πάντα εκεί, περιμένοντας μόνο να το σκεφτούμε.

Mark Tursi: Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα, δηλαδή ότι μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι όλη η λογική ξεκινάει από τη σύμπτωση. Και, είναι μια έννοια βαθιά ριζωμένη στην ψυχή μας. Σκέφτομαι τα παράλογα ανέκδοτα που αφορούν επιστημονικές ανακαλύψεις και ατυχήματα - όπως αυτό με το μήλο που πέφτει από ένα δέντρο και χτυπάει τον Ισαάκ Νεύτωνα στο κεφάλι - και έτσι ανακαλύπτεται η βαρύτητα!!! Αλλά, σίγουρα υπάρχει κάποια εγκυρότητα σε αυτά τα ατυχήματα που αργότερα (ή και αυθόρμητα) εξελίσσονται σε κάτι εξαιρετικό. Όμως, στη συνέντευξη που δώσατε στον Peter Johnson, αναφέρετε κάτι που είπε ο Charles Simic στην εισαγωγή του στο πεζογράφημα feature of Verse: "Άλλοι προσεύχονται στον Θεό. Εγώ προσεύχομαι στην τύχη να μου δείξει τη διέξοδο από αυτή τη φυλακή που ονομάζω εαυτό μου". Συμφωνώ ότι το πεζό ποίημα μπορεί να είναι αυτό το σημείο διακοπών - μια προσωρινή απόδραση από την ιδέα του εαυτού, όπως προτείνετε. Αλλά, αναρωτιέμαι αν η τύχη είναι ο σωστός "θεός" για να προσευχηθούμε; Σε ποιον θα "προσευχόσασταν" (το χρησιμοποιώ αυτό τόσο χαλαρά και μεταφορικά όσο νομίζω ότι ο Σίμιτς το εννοούσε) αν μπορούσατε να επιλέξετε τον "θεό" σας;

Russell Edson: Μιλώντας για τον Νεύτωνα, είναι επιστημονικά αποδεκτό ότι πριν από το ατύχημά του κάτω από μια μηλιά, ενώ η βαρύτητα υπήρχε, δεν ήταν τόσο ακριβής όσο σήμερα. Ότι τις συννεφιασμένες μέρες τα πράγματα είχαν την τάση να ζυγίζουν περισσότερο- τις καθαρές μέρες κάπως λιγότερο. Οι άνθρωποι ήταν πιθανώς σε θέση να επιπλέουν για μικρές αποστάσεις όταν ο καιρός ήταν κατάλληλος. Μόνο αφότου ο Νεύτωνας παρατήρησε τη βαρύτητα, η βαρύτητα απέκτησε, θα έλεγε κανείς, αυτογνωσία και ξαφνικά σοβαρεύτηκε για το έργο της, και όχι μόνο, για τις μοιραίες αταξίες που ενυπάρχουν στα ψηλά σημεία και στις μπανανόφλουδες.

Ήταν γραφτό ο Νεύτωνας να αποκτήσει επίγνωση της βαρύτητας, και η βαρύτητα με την επίγνωσή της από τον Νεύτωνα να αποκτήσει επίγνωση του εαυτού της; Ή μήπως αυτό ήταν απλώς μια έκφραση του τυχαίου, της σύμπτωσης ότι ο Νεύτωνας είχε γεννηθεί με ένα κεφάλι και ένα συγκεκριμένο δέντρο κρέμασε ένα συγκεκριμένο μήλο με στόχο το προαναφερθέν κεφάλι;

Υπάρχει αυτό που έχω ονομάσει, η αρχή της μαϊμούς. Η οποία επιτρέπει (και παραθέτω): Αυτό που θα γίνει πρέπει να υπάρχει ήδη πριν από αυτό, αλλιώς δεν θα έπρεπε να υπάρχει ποτέ. Πράγμα που σημαίνει ότι, πριν οι πίθηκοι ξυπνήσουν από τα άτομα υδρογόνου τους, υπήρχαν ήδη στο ίδιο το γεγονός της δυνατότητάς τους.

Mark Tursi: Στο Διαισθητικό ταξίδι, μια γυναίκα σκοτώνει ένα παπαγαλάκι με τσεκούρι, ένας επιστήμονας σκέφτεται να συρρικνώσει τα πράγματα από την ύπαρξη, ένας άνδρας καταχωρεί περιστέρια σε ένα ξενοδοχείο, η πλάτη ενός σκύλου είναι κολλημένη στο ταβάνι και ένα σαλόνι είναι κατάφυτο από χόρτο. Τι είναι διαισθητικό σε αυτό; Από πού αρχίζει το ταξίδι; Είναι η διαίσθηση το φως στην άκρη του τούνελ ή απλώς ένα άλλο μέρος του σκοταδιού;

Russell Edson: : Αναζητώ τον απροσδόκητο εαυτό, όπως νομίζω και ο Σίμιτς. Είναι ένα διαισθητικό ταξίδι που μας οδηγεί μέσα από τη θανάτωση ενός παπαγάλου με τσεκούρι, και τη σκέψη να συρρικνώσουμε κάτι από την ύπαρξη, και την καταγραφή περιστεριών σε ένα ξενοδοχείο, και έναν σκύλο κολλημένο στο ταβάνι από την πλάτη του, για να μην αναφέρω ένα δωμάτιο κατάφυτο με χόρτο- όλα αυτά που έτυχε να αναφέρετε. Αλλά αυτά είναι μόνο σταθμοί του ταξιδιού. Δεν είμαι σίγουρος ότι το ταξίδι έχει ψυχολογικό τέλος- μάλλον έχει μόνο θνητό τέλος.

Mark Tursi: Αναρωτιέμαι ποιο θα ήταν το ψυχολογικό τέλος; Δηλαδή, τα ποιήματά σας συχνά τελειώνουν με τόση αστάθεια και αβεβαιότητα όση και η αρχή τους. Αυτό που συχνά μένει, στον αναγνώστη τουλάχιστον, είναι ένα διαταραγμένο και ατάραχο γέλιο. Στο ίδιο το ποίημα, το γέλιο μοιάζει να είναι ένα είδος ανεξέλεγκτης υστερίας ή άλλοτε κάποια προσπάθεια (από έναν χαρακτήρα ή ένα προσωποποιημένο αντικείμενο) να συγκεντρώσει τα σπασμένα θραύσματα που έχουν απομείνει από κάποιο σημείο ρήξης. Το παράλογο παραλήρημα που μας μένει συχνά είναι ένα είδος παραφροσύνης. Και, υποθέτω ότι αυτή η έννοια της τρέλας, η οποία μοιάζει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι των αφηγηματικών σας διαταραχών και αυτού που ο Michel Delville αποκαλεί "συγκοπτόμενα τραντάγματα", είναι κάτι που με ενδιαφέρει πραγματικά. Έχετε επίσης πει ότι "η γλώσσα είναι λογική" και ότι το ίδιο το ποίημα, αν και μια "θαυμαστή αντίφαση", είναι μια πράξη λογικής. Μπορείτε να το αναλύσετε αυτό λίγο περισσότερο; Δηλαδή, αν η γλώσσα είναι μια πράξη λογικής, πώς μπορεί κανείς να κατασκευάσει μια θαυμαστή αντίφαση (ένα πεζό ποίημα) που μοιάζει τόσο τρελό;

Russell Edson: Μιλώντας για ψυχολογικό σκοπό, η γλώσσα είναι αυτοσκοπός. Και μόνο που μπορείς να γράψεις μια πρόταση ή μια ομάδα προτάσεων σε μια παράγραφο, σημαίνει ότι κάτι έχει συμβεί. Ως συγγραφέας, δεν ζητώ πολλά περισσότερα από αυτό. Η καθαρή ποίηση είναι η χώρα των άγλωσσων ονείρων των βουβών εικόνων που αναδύονται, όπως νομίζω ότι έχω πει, από τον ασυνείδητο εγκέφαλο. Σιωπηλές θεατρικές παραστάσεις που παρασύρονται μέσα στις νύχτες μας, τις περισσότερες φορές καθώς κοιμόμαστε. Παραδόξως, η δημιουργική μηχανή όλων των γραπτών τεχνών. Η ποίηση ενωμένη με τη συνειδητή γλώσσα είναι μια θαυμαστή αντίφαση. Είναι, όπως πάλι μπορεί να ανέφερα, ένας ύπνος ξύπνιος- να είσαι σε πλήρη εγρήγορση, και όμως να ονειρεύεσαι. Κάτι που μοιάζει όσο πιο κοντά μπορούμε να φτάσουμε στη λογική. Η παραφροσύνη θα μπορούσε να περιγραφεί ως η απώλεια του ορίου μεταξύ αυτών των δύο τρόπων σκέψης, όπου το υποκείμενο δεν μπορεί πλέον να ξεχωρίσει το ασυνείδητο από το συνειδητό- η ανώτερη λειτουργία κατακλύζεται από το ανείπωτο. Οι ψυχίατροι αρέσκονται να βάζουν τους τρελούς τους (ασθενείς) να ξαπλώνουν σε καναπέδες και να λεκτικολογούν με την ελπίδα ότι η ίδια η λογική που απαιτεί η γλώσσα θα μπορούσε να προσαρμόσει τη διαστρεβλωμένη νοοτροπία του τρελού. Εμείς που γράφουμε προσβλέπουμε επίσης στη λογική της γλώσσας για να βρούμε το δρόμο μας μέσα από τα όνειρά μας προς τα λογοτεχνικά αριστουργήματα.

Mark Tursi: Είναι τόσο σκόπιμο το ταξίδι προς ένα λογοτεχνικό αριστούργημα; Εννοώ, προσπαθούμε πραγματικά να δημιουργήσουμε ένα αριστούργημα ή απλώς γράφουμε; Και, σε μια ερώτηση που σχετίζεται κάπως, αλλά ίσως από μακριά, σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι η ποίηση είναι ένας τρόπος διάδοσης της γνώσης; Δηλαδή, μέσα από την εμπειρία της ποίησης, αποκτάται, αποκτάται ή ανακαλύπτεται η γνώση; Αν, όπως προείπατε προηγουμένως ότι η ποίηση είναι η λογική της πραγματικότητας και το σχήμα της σκέψης, τότε το "κοιμάμαι ξύπνιος" μοιάζει λίγο με τον Πλάτωνα που μιλάει για σκιές σε μια σπηλιά. Δηλαδή, η ποίηση γίνεται μέσο ανάμνησης, παρά ανακάλυψης. Με άλλα λόγια, μπορεί πράγματι να αποκτηθεί γνώση για την πραγματικότητα μέσω του ασυνείδητου; Αυτό θα φαινόταν σαν μια αντιστροφή του αιτίου και του αποτελέσματος κατά κάποιο τρόπο - τουλάχιστον σε μένα. Υποθέτω ότι γίνομαι πολύ μαρξιστής εδώ -ιδίως όσον αφορά την υλιστική μεθοδολογία- αλλά, παρ' όλα αυτά, είμαι περίεργος για το τι σκέφτεστε για τη σχέση μεταξύ γνώσης και ποίησης.

Russell Edson:  Φυσικά και είναι απλώς γραφή. Σε ένα τρισδιάστατο σύμπαν, ποιος καλύτερος τρόπος υπάρχει για να περάσει η τέταρτη διάσταση;

Μεγάλο μέρος του ανθρώπινου εγκεφάλου θα μπορούσε να συγκριθεί με την παχυσαρκία, ένα πλεόνασμα νευρωνικού ιστού, το οποίο με την πιο πρακτική έννοια έχει τόση χρησιμότητα όση και το υπερβολικό σωματικό βάρος, εκτός από το να περνάει άσκοπα την τέταρτη διάσταση γράφοντας ποιήματα, ή ακόμα και να προσπαθεί να βρει μια θεωρία των πάντων.

Η μόνη γνώση που κάνει κάτι είναι η τεχνολογία. Όπως, για παράδειγμα, τα βήματα που μας οδηγούν από το τρίψιμο δύο ξύλων μεταξύ τους στο λουλούδι του σύγχρονου αναπτήρα. Και παρόλο που υπάρχουν κάποιοι που επιμένουν να βλέπουν την ποίηση ως τεχνολογία, η ποίηση στη μακρά ιστορία της δεν παρήγαγε ποτέ ούτε έναν αναπτήρα, όσες αισθητικές θεωρίες κι αν τρίφτηκαν μεταξύ τους.

Η ποίηση είναι διασκεδαστική. Γιατί να την επιβαρύνουμε με την βαρεμάρα της ανεξερεύνητης μνήμης στην ψευδαίσθηση της αυτοέκφρασης; Στην καλύτερη περίπτωση το ποίημα είναι μια απρόσωπη διασκέδαση όπου ο συγγραφέας και ο αναγνώστης γελούν μαζί διαπιστώνοντας για άλλη μια φορά ότι η μόνη πραγματικότητα είναι η πραγματικότητα του εγκεφάλου που σκέφτεται για την πραγματικότητα.

Mark Tursi:: Θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση σχετικά με τις ιδέες σας για την ποιητική ταυτότητα - δηλαδή τον εαυτό και το "εγώ" στην ποίηση. Νομίζω ότι δηλώνω το προφανές υπονοώντας ότι το "εγώ" σας δεν είναι αυτοβιογραφικό, ή μήπως είναι; Με άλλα λόγια, τι απομένει από το υποκειμενικό εγώ, το λυρικό υποκείμενο -ακόμη κι αν είναι εντελώς μεταφορικό ή ψυχολογικό- μέσα στα ποιήματά σας; Σε ένα απόσπασμα που αναφέρεται συχνά, λέτε: "Αυτό που θέλουμε είναι μια ποίηση των θαυμάτων - χωρίς το "εγώ" της έκστασης. . . Μια ποίηση απαλλαγμένη από τον ορισμό της ποίησης και μια πεζογραφία απαλλαγμένη από τις αναγκαιότητες της μυθοπλασίας- μια προσωπική φόρμα που πειθαρχεί όχι από την άλλη λογοτεχνία αλλά από τη δυστυχία- έτσι ένας τρόπος να είσαι ευτυχισμένος". Θα υπάρχουν πάντα υπολείμματα του εγώ να τριγυρνούν με τη γλώσσα μας, ακόμη και με τις πιο ένθερμες προσπάθειές μας να το απογυμνώσουμε; Πώς μπορούμε να το απομακρύνουμε; Εγκαταλείποντας το λυρικό "εγώ", από πού αναδύεται η φωνή; Και, μήπως η ευτυχία (ένας τρόπος να είμαστε ευτυχισμένοι) είναι απόρριψη του εγώ;

Σε μια άλλη σχετική ερώτηση, θέλω να σας ρωτήσω για τις σκέψεις σας σχετικά με την έννοια του duende του Λόρκα. Ο λόγος που ρωτώ, εν μέρει, προκύπτει από τη λογοτεχνική σας σχέση και φιλία με τον Robert Bly. Γνωρίζω για τον σεβασμό και τη φιλία σας με τον Bly, και τον έχω ακούσει να μιλάει ξανά και ξανά για το duende - δηλαδή "τη μυστηριώδη δύναμη που όλοι μπορεί να αισθανόμαστε και καμία φιλοσοφία δεν μπορεί να εξηγήσει". Σε αντίθεση όμως με τον Bly, ο οποίος φαίνεται κάπως παθιασμένος με την πρόσβαση στο duende του Λόρκα (ή ίσως καθοδηγούμενος από αυτό), η ποίησή σας μοιάζει να κοροϊδεύει αυτή τη μυστηριώδη δύναμη, αντί να την αναγνωρίζει ως επιτακτική δύναμη (εκτός ίσως από κωμική!). Τι πιστεύετε λοιπόν για αυτή την ιδέα του duende και πώς βλέπετε την ποίησή σας να την απορρίπτει και να την ανατρέπει ή να την αποδέχεται και να την αναγνωρίζει;

Russell Edson: Μαρκ, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσες να επαναδιατυπώσεις τις ερωτήσεις σου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου έστειλες. . .

Mark Tursi: Εντάξει, ας προσπαθήσουμε ξανά. Συγγνώμη αν αυτές οι ερωτήσεις ήταν λίγο περίπλοκες. Ίσως αποκαλύπτουν λίγο τις δικές μου εμμονές. Εδώ είναι μερικές άλλες:

Με την πρώτη ερώτηση, υποθέτω ότι απλά δεν καταλαβαίνω τι έχετε πει σε αυτό το συχνά αναφερόμενο απόσπασμα, αλλά ενδιαφέρομαι να ακούσω περισσότερα: "Αυτό που θέλουμε είναι μια ποίηση των θαυμάτων - χωρίς το "εγώ" της έκστασης". Δεν βλέπω καμία έκσταση στο "εγώ" για να ξεκινήσω. Και, αν αφαιρέσεις τον εαυτό σου από το ποίημα, πώς είναι πια συναρπαστικό. Τι το ανθρώπινο έχει;

Και με το άλλο ερώτημα, δεν ξέρω πραγματικά πώς να το επαναδιατυπώσω, οπότε ας τελειώσουμε με κάτι πιο ανοιχτό: αν δεν υπάρχει έξω από το "τούνελ", ποιο είναι το νόημα; Γιατί η γλώσσα; Γιατί η ποίηση;

Russell Edson:  Υποθέτω ότι μιλούσα για τους ποιητές που στέκονται μπροστά στα ποιήματά τους με κεφαλαίο "Ι". Πολλές φορές οι εξομολογητικοί τύποι που απορροφούν την ενέργεια των ποιημάτων τους στις ματαιοδοξίες της προσωπικότητας. Αυτό που μπορούμε να γράψουμε είναι πολύ βαθύτερο και πιο ενδιαφέρον από τις κενές περιγραφές που δίνουμε για τον εαυτό μας. Ο κόσμος κατακλύζεται από κενές μάσκες διασημοτήτων.

Η ποίηση είναι ένας τρόπος του νου - η εξερεύνηση μιας σήραγγας, όπου τυφλά αλμπίνο ψάρια μοιάζουν να επιπλέουν σε νοσταλγικές λίμνες ανεπανάληπτης μνήμης.

https://www.webdelsol.com/Double_Room/issue_four/Russell_Edson.html